Οι συνθήκες όμως διαβιώσεως ήταν πολύ δύσκολες. Το Μοναστήρι δεν είχε ούτε ζώο. Διηγείται ο Γέροντας: «Είχα πολλές δυνάμεις. Μια απόσταση δύο ωρών την έκανα σε τρία τέταρτα. Νερό έπινα, αίμα γινόταν. Τύχαινε να πάω από το Στόμιο στην Κόνιτσα τρεις-τέσσερις φορές την ημέρα για να κουβαλήσω υλικά στην πλάτη για το καμένο Μοναστήρι». Και μόνο η τόση πεζοπορία αποτελούσε μια σκληρή και επίπονη άσκηση. Αλλά αυτό τον χαροποιούσε, επειδή αγαπούσε τον κόπο.
Μερικές φορές έβγαζε τα παπούτσια του και πήγαινε ξυπόλυτος απέναντι στο παλαιομονάστηρο από ένα μονοπάτι δύσβατο. Προσευχόταν και ξαναγύριζε μέσα από την χαράδρα του Αώου ποταμού σε δυο-τρεις ώρες. Σε κάποιο νέο που τον ρώτησε γιατί το κάνει αυτό, απάντησε: «Έπρεπε να είχα γίνει πιο νωρίς καλόγηρος». Για να αναπληρώση δηλαδή ό,τι θα έκανε, αν γινόταν πιο νωρίς μοναχός, πρόσθετε και άλλες ασκήσεις.
Ενώ «έμπλεξε με δουλειές της Μάρθας», όπως έλεγε τα κτισίματα, και βοηθούσε τον κόσμο στις ανάγκες του, συνέχισε την άσκηση και την επαύξησε με κλονισμένη μάλιστα υγεία. Νήστευε αυστηρά και δουλαγωγούσε με κάθε τρόπο το εύθραυστο σώμα του, παρ’ ότι έκανε θεραπεία με ενέσεις. Κάποιες φορές με ένα ποτήρι νερό περνούσε όλο το ημερονύκτιο. Αν και καλλιεργούσε στον κήπο του Μοναστηριού κηπευτικά πολλών ειδών, η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάι με παξιμάδι ή καρύδια κοπανισμένα.
Αναφέρει η κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη: «Στον κήπο πήγαινε ξυπόλυτος και το βράδυ καθάριζε τα αγκάθια από τα πόδια του. Ένα παξιμάδι έτρωγε το πρωί και ένα το βράδυ. Άλλοτε έπινε σκέτο τσάι. Δούλευε παρά πολύ. Δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθούσε να μη χαλάση το χατήρι κανενός και ήθελε όλους να τους αναπαύη. Ποτέ δεν έλεγε όχι. Τα χέρια του είχαν κάνει ρόζους από τις πολλές μετάνοιες. Τα πόδια του ήταν μόνο κόκκαλα. Είχε πολλά προβλήματα με την υγεία του».
Την ημέρα εργαζόταν σκληρά και τη νύχτα αγρυπνούσε. Μόνος του διάβαζε όλες τις ακολουθίες, όπως είχε μάθει στο Άγιον Όρος. Δεν παρέλειπε τίποτε από όσα προβλέπει το μοναχικό τυπικό. Με μεγάλη ακρίβεια εκτελούσε τα ατομικά μοναχικά του καθήκοντα, και επί πλέον προσηύχετο με το κομποσχοίνι για ζώντες και κεκοιμημένους γενικά, και για ανθρώπους που είχαν ιδιαίτερη ανάγκη.
Η αναγκαστική ενασχόληση με τους ανθρώπους και τα έργα δεν έσβησαν την ησυχαστική του δίψα· αντιθέτως την αύξησαν και επινοούσε τρόπους για να μη διακόπτη τη νοερά του εργασία και επικοινωνία με τον Θεό. Λαχταρούσε να καταφεύγη σε ήσυχα σπήλαια, για να προσεύχεται απερίσπαστα «ποθών και εκζητών τον Θεόν». Αυτή ήταν η πνευματική του ευφροσύνη. Μόνος στην ησυχία με μόνο τον Θεό γλυκαινόταν και τρεφόταν από την θεοκοινωνία μέσω της ποθητής του νοεράς προσευχής.
Παρ’ όλο που το Μοναστήρι ήταν σε έρημο και ήσυχο μέρος, ο Γέροντας αποσυρόταν ενίοτε σε μια σπηλιά. Πήγαινε τις νύχτες και έκανε αγρυπνίες με το κομποσχοίνι, και αναρίθμητες μετάνοιες. Ήταν όμως ανήλια και έσταζε νερό.
Γι’ αυτό είχε σκάψει και άλλη σπηλιά σε προσήλιο μέρος, μικρή σαν φουρνάκι, που μόνο σκυφτός μπορούσε να χωρέση. Την έκρυβε με κλαδιά να μη φαίνεται. Αργότερα εντόπισε μια κουφάλα βελανιδιάς. Ήταν σε πιο προσήλιο και ξηρό μέρος. Ήθελε να την πελεκήση ώστε να τον χωράη, για να πηγαίνη να ησυχάζη τον χειμώνα, επειδή αυτή την περίοδο ο ήλιος δεν βλέπει καθόλου το Μοναστήρι.
Αν δεν είχε προσκυνητές, κλεινόταν μερικές ώρες στο κελλί του. Μελετούσε, ευχόταν και έκανε πνευματική εργασία στον εαυτό του. Άφηνε λίγο ανοιχτή την πόρτα του κελλιού, για να βλέπη την πύλη, μήπως έρθη κανείς. Ύστερα συνέχιζε τις εργασίες.
Τις ημέρες που είχε προσκυνητές και τον απασχολούσαν, εύρισκε με διάκριση τον χρόνο να κάνη τα πνευματικά του καθήκοντα. Σε περίπτωση που έρχονταν πολλοί, άφηνε κάποιον γνωστό του να προσέχη την Εκκλησία, αυτός αποσυρόταν να κάνη τα μοναχικά του καθήκοντα και ύστερα επέστρεφε. Πηγαίνοντας να προσευχηθή άφηνε την πόρτα της τραπέζης πάντα ανοιχτή. Αν περνούσε κάποιος, να βρη να φάη κάτι. Είχε ψωμί, κονσέρβες, ντομάτες κ.ά.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 133.