Επιστράτευσα και πάλι τη γραφίδα μου, συνάρμοσα τις νοσταλγικές απαιτήσεις του φίλαυτου νου μου και να, πάλι εδώ, καταπιάστηκα να συνεχίσω το οδοιπορικό μου στην Αθωνική γη, πιότερο να ενθυμήσω στην περιπλανώμενη αντιληπτική μου κρίση πως οδοιπορικά θα κάνεις πολλά, δεν ετελεύτησεν το οδοιπορικό ακόμη…!
«Βαδίζοντας δεν εχόρταινα να βλέπω δάση απέραντα και πυκνά, βρύσες με νερά κρυστάλλινα. Με συνείχε μια βιασύνη, μια περιέργεια, να δω, να ακούσω, να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για τον αγιασμένο εκείνον τόπο, ο οποίος τόσο με είχε μαγνητίσει από μικρό παιδί. Κάποιοι μοναχοί που τύχαιναν στο δρόμο μου, καθώς τους έβλεπα φορτωμένους με τον ντορβά στην πλάτη και με το κομποσχοίνι στο χέρι, ζωντάνευαν μέσα μου όλα όσα είχα ακούσει από τα μικρά μου χρόνια»[1]. Στο Όρος ο χρόνος έχει σταματήσει. Κάθε σου κίνηση είναι διαφορετική, ξεχωριστή, ανεξήγητη με κοσμικά κριτήρια.
Εδώ σημασία έχει η σωτηρία της ψυχής και η σύζευξή της ή καλύτερα, η πρόταξή της ως πρότυπο και υπόβαθρο ψυχικής υγιεινής[2], γεγονός που στο Όρος συχνά δεν καταφαίνεται ευδιάκριτα, πάντοτε όμως αγιάζει και ευωδιάζει τον κόσμο γύρω της.
Έτσι, ο προσκυνητής έρχεται αντιμέτωπος με εικόνες και καταστάσεις που αδυνατεί να εξηγήσει με την κοσμική-κτιστή και εφάμαρτη αντιληπτική του ικανότητα, έρχεται αντιμέτωπος με θεάματα αγιωτικά και ¨παράξενα¨, ανερμήνευτα σε πολλούς, δυσνόητα και ¨ανούσια¨! Και αν πεις καί για του μοναχούς! Πόσο αγωνίζονται να τιμήσουν το ¨Αγγελικό σχήμα¨ τους, πόσες αναποδιές τους βάζει ο πονηρός: «Ήταν θυμάμαι άνοιξις.
Ένα απόγευμα καθόμουν στο κελλί μου και μελετούσα, όταν άκουσα κάτω από το παράθυρό μου ίδια και απαράλλακτη την φωνή της μητέρας μου:¨Γιώργο! Γιώργο!¨ Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα ένα δυνατό ρίγος να διαπερνά το σώμα μου ολόκληρο. Αυτομάτως άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω, χωρίς να σκεφθώ, ότι η παρουσία της μητέρας μου στο Όρος ήταν φυσικώς αδύνατη. Αναστατωμένος έτρεξα στον Γέροντά μου και του διηγήθηκα την περίπτωσι…»[3].
Φθάσαμε στις Καρυές, στην ¨πολίχνη¨ του Αγίου Όρους. Εδώ είναι συγκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες (Πολιτική Διοίκηση, Ταχυδρομείο, Αστυνομικός σταθμός κ.ά.), παντοπωλεία, δύο(2) εστιατόρια, βιβλιοπωλεία, μικρομάγαζα μοναχών με αναμνηστικά δώρα, φούρνος, όλα γύρω από το κόσμημα και παλλάδιο του Αγίου Όρους, τον ιστορικό ναό του Πρωτάτου. Όμορφες εικόνες, ταξιδιάρικες τόσο που έκαμναν τον μεγάλο λογοτέχνη Γιώργο Θεοτοκά να καταθέσει: «Χωριό, βέβαια, είναι οι Καρυές, αλλά μού κάνει αμέσως εντύπωση ο όγκος κ΄η επιβλητική όψη πολλών οικοδομών τους. Δεν φανταζόμουν ότι θα αντίκρυζα εδώ τέτοια κτίρια, εκτός βέβαια από το Πρωτάτο»[4].
Κάθε λογής άνθρωποι, μοναχοί , κοσμικοί, ένα το ράσο με τον κόσμο, «έτσι θα είναι και στον Παράδεισο» σκέφθηκα! Εδώ κανείς δε βιάζεται, έμαθαν πιά να περιμένουν, διδάχθηκαν την υπομονή με τη θυμιατάρικη απόχρωση της Αναστάσιμης προσμονής, και φθάνοντας στο Όρος, από τις Καρυές ακόμη, το ¨κοσμικότερο¨ σημείο του Όρους, όλα θυμίζουν καί Ανάσταση και Αιωνιότητα! Σε μια γωνιά των Καρυών, εκεί που τερματίζουν τα τροχοφόρα οχήματα, δίπλα στην κρυστάλλινη κρύνη, εκεί περιμένοντας τους συνταξιδιώτες μου να κανονίσουν τη ροή και συνέχεια του προσκυνήματός μας, εκεί έρχονται στο νου μου τα λόγια του Νικήτα Στηθάτου στο σύγγραμά του ¨Περί Ψυχής¨, ο οποίος αναλογίζομαι, τόσο περικαλλή ¨θεάματα¨ θα γευόταν όταν σημείωνε: «Τούτον πεποίηκεν ο Θεός άκακον, ευθή, απερίεργον, αμέριμνον, άλυπον, πάση αρετή και πάσιν αγαθοίς κομώντα, οιόν τινα κόσμου κόσμον έτερον, κρείττονά τε και υψηλότερον, ορατόν και νοούμενον, θνητόν και αθάνατον, μεγέθους μέσον και ταπεινότητος»[5].
(Συνεχίζεται…)
Παραπομπές:
1.Χερουβείμ(Αρχιμ), Από το Περιβόλι της Παναγίας, Νοσταλγικές Αναμνήσεις, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός 1997, σελ. 16-17.
2.Βλ. την λίαν ενδιαφέρουσα μελέτη του καθηγητού Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου, ¨Η ψυχή του Ανθρώπου κατά τον Ιερό Χρυσόστομο¨, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2000.
3.Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 109.
4.Χατζηφώτη Ιωάννου, Άγιον Όρος (Ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων), Αθήνα 1977, σελ. 93, πρβλ., Του Ιδίου, Η καθημερινή ζωή στο Άγιον Όρος, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1999, κυρίως τις σελίδες 52-59.
5.Στηθάτου Νικήτα, Περί Ψυχής, γ΄16, στη σειρά ¨Βυζαντινοί Συγγραφείς¨, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 70.