Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
«ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού
εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον,
αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού»
(Ιω. 3:17)
Καθώς πλησιάζουμε προς τη μεγάλη εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η Εκκλησία επιχειρεί να μας προετοιμάσει προς τούτο κατάλληλα, όπως με το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, το οποίο μας τονίζει τη μεγάλη αγάπη του Θεού και τη φροντίδα του να σώσει τον πεσμένο και θανατωμένο άνθρωπο, ιδιαίτερα με τη σταυρική θυσία του Υιού του.
Ο ισραηλιτικός λαός κατά την πορεία του από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας, βρέθηκε στην έρημο, και εκεί, παρά τις θαυμαστές ευλογίες που είχε πάρει προηγουμένως από το Θεό, άρχισε να γογγύζει εναντίον Του και κατά του Μωυσέως. Τότε ο Κύριος, για να μετανοήσουν, έστειλε φίδια φαρμακερά που τους δάγκωναν και πέθαιναν.
Πράγματι, η πληγή αυτή οδήγησε στη μετάνοια το λαό, ο οποίος κατέφυγε στον Μωυσή για να παρακαλέσει το Θεό και να τους γλυτώσει από την καταστροφή. Προσευχήθηκε ο προφήτης και ο Κύριος του είπε να υψώσει σε πάσαλο χάλκινο φίδι προς το οποίο όσοι θα έβλεπαν θα θεραπεύονταν. Έτσι και έγινε και έτσι γλύτωναν από τα θανατηφόρα δήγματα των αισθητών φιδιών.
Το γεγονός αυτό της Παλαιάς Διαθήκης απετέλεσε προτύπωση ενός άλλου, πνευματικού, κατά τους χρόνους της Καινής.
Ο νοητός όφις, ο διάβολος, από την πτώση των πρωτοπλάστων και μετά, δάγκωνε, δηλητηρίαζε πνευματικά και οδηγούσε στον πνευματικό αλλά και τον σωματικό θάνατο όλους τους ανθρώπους. Και για να γλυτώσουν οι άνθρωποι από το διάβολο και το θάνατο, έρχεται ο Υιός του Θεού και γίνεται άνθρωπος, και ενώ δεν είχε καμιά σχέση με την αμαρτία, και ως εκ τούτου δεν είχε καμιά εξουσία επάνω του ο θάνατος, υψώνεται αυτός με τη θέλησή του, από αγάπη πάνω στο Σταυρό, έτσι ώστε, καθένας που προσβλέπει σ’ Αυτόν με πίστη να γίνεται κοινωνός της δικής του θεϊκής ζωής, να μη πεθαίνει αλλά να έχει ζωή αιώνιο.
Έτσι λοιπόν εκδηλώνεται η άπειρη αγάπη του Θεού, ο οποίος δεν θέλει να χαθεί ο αμαρτωλός άνθρωπος, αλλά κάνει το παν, θυσιάζει και το ίδιο του τον Υιό, για να τον σώσει.
Έτσι, στον παρόντα αιώνα, ο Θεός δεν κρίνει τον κόσμο αλλά προσπαθεί να τον οδηγήσει στη σωτηρία.
Αυτά που προαναφέραμε, θα μπορούσαν να πουν, να υποδείξουν σε μας ορισμένα πράγματα.
α) Το έλεος και η φιλανθρωπία του Θεού είναι άπειρα και γι’ αυτά θα πρέπει να είμαστε γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς Αυτόν και ποτέ, σε καμιά περίπτωση, να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας να έχει και τον παραμικρό γογγυσμό κατά του Κυρίου. Ας έχουμε σαν κανόνα ότι, οτιδήποτε κι αν επιτρέψει ο Θεός να έλθει στη ζωή μας, είτε ευχάριστο είτε δυσάρεστο, είναι για το καλό μας.
Αλλά θα μπορούσαμε τούτο, το να μη παραπονούμαστε και γογγύζουμε εναντίον του Θεού, να το επεκτείνουμε. Δηλαδή να μην έχουμε παράπονο και από τους ανθρώπους. Διότι η κακία τους που ξεσπά επάνω μας, ξεσπά με άδεια του Θεού και για το καλό μας. Είτε για να ξεπληρώσουμε παλιές αμαρτίες είτε για να γίνουμε καλύτεροι. Ας το επεκτείνουμε δε ακόμη περισσότερο. Να μη τα βάζουμε ούτε και με το διάβολο. Διότι και αυτού οι προσβολές, αν αντιμετωπίζονται σωστά, έχουν πολύ να μας ωφελήσουν. Τελικά, να τα βάζουμε μόνο με τον εαυτό μας.
β) Ο Θεός θέλει όλοι να σωθούν και κάνει το παν για να σωθούν όλοι. Όμως, όλα αυτά που θέλει και κάνει ο Θεός, μένουν αναξιοποίητα όταν ο άνθρωπος δεν πιστεύει και δεν δέχεται αυτά που προσφέρει ο Θεός. Χρειάζεται λοιπόν απαραίτητα και η πίστη του ανθρώπου και μάλιστα η δι’ αγάπης ενεργουμένη.
γ) Αν ο άγιος Θεός δεν κατακρίνει τον αμαρτωλό άνθρωπο, αλλά προσπαθεί μόνο να τον σώσει, πόσο περισσότερο θα πρέπει εμείς οι αμαρτωλοί να ανεχόμαστε τους συνανθρώπους μας και να τους σκεπάζουμε όταν πέφτουν και να επιδιώκουμε μόνο τη διόρθωσή τους;
Η καταλαλιά και η κατάκριση (κουτσομπολιό) είναι διαβολικό έργο (διάβολος σημαίνει κατήγορος) και γίνεται με την υποκίνηση του διαβόλου. (Καταλαλιά είναι το να διαδίδουμε τα αμαρτήματα του πλησίον, π.χ. ο τάδε έκλεψε ή είπε ψέματα κτλ., ενώ κατάκριση είναι το να κρίνουμε χωρίς συμπάθεια και να καταδικάζομε τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας αυτός είναι κλέφτης, ο άλλος ψεύτης κτλ.)
Αυτός που κατακρίνει κάνει διπλό αμάρτημα: Ζημιώνει τον εαυτό του και όσους τον ακούν. Με την κατάκριση φεύγει η χάρη του Θεού από πάνω μας και η εγκατάλειψη αυτή μας οδηγεί στην πτώση. Αντίθετα, κατά τον αββά Ποιμένα, την ώρα που σκεπάζουμε το αμάρτημα του αδελφού, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας αμάρτημα.
Σε λίγες μέρες λοιπόν πρόκειται η Εκκλησία να μας προβάλλει προς προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού μας. Ας τον ασπασθούμε με ευγνωμοσύνη για την αγάπη του, αλλά κι ας προσπαθούμε πάντοτε να μιμούμαστε το έλεος, την ευσπλαχνία και τη συγχωρητικότητά του.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας