Μέ τό σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε καθημερινά τήν πίστη μας στόν «πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» Χριστό, «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Καί παρότι καθημερινά ἐπαναλαμβάνουμε στίς κατ’ ἰδίαν προσευχές μας ἤ ἀκοῦμε στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτή τήν ὁμολογία καί τήν ἔκφραση τῆς ἐλπίδος τῆς μελλούσης ζωῆς, παρ’ ὅλα αὐτά δέν συνειδητοποιοῦμε πολλές φορές ὅτι ἡ δευτέρα ἔνδοξη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶναι μία πραγματικότητα ἐνώπιον τῆς ὁποίας θά βρεθοῦμε κάποτε ὅλοι.
Αὐτή, λοιπόν, τήν πραγματικότητα τῆς μελλούσης Κρίσεως ὅρισαν οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες νά μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω, μία Κυριακή πρίν ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀφενός γιά νά μᾶς ἀφυπνίσει ἀπό τόν λήθαργο τῆς καθημερινότητος καί νά μᾶς παρακινήσει πρός τά ἔργα ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά μᾶς κάνουν νά βρεθοῦμε κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως στή θέση τῶν εὐλογημένων τοῦ Θεοῦ καί ἀφετέρου γιά νά παρηγορήσει τίς ψυχές μας πού πολλές φορές συνθλίβονται μέσα στά προβλήματα καί τίς δυσκολίες τοῦ παρόντος κόσμου, τίς ὁποῖες καλούμεθα νά ὑπομείνουμε ὡς συνέπειες τῆς πτώσεως μας καί τῆς ἐξώσεώς μας ἀπό τόν παράδεισο, τήν ὁποία θά μᾶς ὑπενθυμίσει ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἑπόμενη Κυριακή.
Δέν ἐπιθυμεῖ, ἀσφαλῶς, ἡ Ἐκκλησία μας νά μᾶς φοβίσει μέ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς μελλούσης Κρίσεως, ὅπως ὁρισμένοι νομίζουν, ἀλλά ἐπιδιώκει νά μᾶς ὑποδείξει τόν δρόμο πού θά πρέπει νά βαδίσουμε στήν ἐπίγεια ζωή μας, ἔτσι ὥστε ἡ μέλλουσα Κρίση νά γίνει καί γιά μᾶς ἡ δίοδος πρός τήν αἰώνια καί μακαρία ζωή τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Καί ὁ δρόμος πού μᾶς ὑποδεικνύει ὁ Χριστός σήμερα δέν εἶναι δύσκολος καί πολύπλοκος, εἶναι ἁπλός καί ἐφαρμόσιμος ἀπό ὅλους μας, ὅπως εἶναι πάντοτε οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πράγμα μᾶς ζητᾶ μόνο καί αὐτό θέτει ὡς κριτήριο τῆς σωτηρίας μας. Εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ἀγάπη πού ἐκπηγάζει ἀπό μιά ἄλλη ἀγάπη, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
Αὐτή ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης, ἀπό τήν ὁποία, κατά τή διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, «ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμανται», καί ἡ ἐφαρμογή της θά εἶναι πού θά διαχωρίσει τούς ἀνθρώπους κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Καί ὅσους θά τήν ἔχουν ἐφαρμόσει, θά τούς θέσει ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, ἐνῶ ὅσους δέν θά τήν ἔχουν ἐφαρμόσει, θά τούς στερήσει τή δυνατότητα νά ζήσουν αἰωνίως τήν εὐφροσύνη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἄς μή μᾶς ξενίζει τό γεγονός ὅτι μία καί μόνη ἐντολή, ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης, θά εἶναι τό κριτήριο τῆς σωτηρίας ἤ τῆς καταδίκης μας. Δέν θά ἦταν διαφορετικά δυνατό, ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀγάπη, καί χωρίς τήν ἀγάπη κανείς δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ δίπλα του. Τό διαπιστώσαμε καί μέ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς περασμένης Κυριακῆς, τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου. Ποιός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στερήθηκε ὁ πρεσβύτερος υἱός, ὁ συνετός καί συνεπής, ὁ ἐργατικός καί ὑπάκουος, τή χαρά καί τήν ἑορτή πού ἑτοίμασε ὁ φιλεύσπλαγχνος πατέρας του; Ἦταν ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, εἰλικρινοῦς καί ἀνιδιοτελοῦς, πρός τόν ἄσωτο ἀδελφό του. Καί ἔτσι ἐκεῖνος, πού κατασπατάλησε τήν πατρική περιουσία, ἀπόλαυσε τήν πατρική ἀγκαλιά, ἐνῶ ὁ πιστός υἱός ἔμεινε ἐξαιτίας τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης μακρυά της, διότι τίποτε δέν ἔχει περισσότερη ἀξία στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί τίποτε δέν περιμένει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς περισσότερο παρά νά ζοῦμε μέ τήν ἀγάπη καί νά ἀσκοῦμε τά ἔργα τῆς ἀγάπης. Ζητᾶ ἀπό μᾶς νά δείχνουμε ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας πρός ὅλους τούς ἀδελφούς ἀνεξαιρέτως, γιατί μόνο ἔτσι μιμούμεθα τόν ἴδιο τόν Θεό, πού βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους καί συγχωρεῖ τούς πάντες. Ζητᾶ ἀπό μᾶς νά δείχνουμε ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας πρός ὅλους, γιατί στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας ἀπεικονίζεται τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον μᾶς ἔχει πλάσει κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν του. Ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ὁ Θεός νά δείχνουμε ἀγάπη, γιατί μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά ἀπολαύσουμε τήν ἀτελεύτητη ἡδονή τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας του, τά ὁποῖα δημιούργησε γιά μᾶς· γιατί μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά ἀκούσουμε καί ἐμεῖς κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ «δεῦτε πάντες οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου».
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων