Πρίν ἀπό τρεῖς ἑβδομάδες ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς εἶχε καλέσει νά ξεκινήσουμε μία πορεία. Ἡ πορεία αὐτή ἦταν ἡ πορεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τό τέλος της ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ὅπως ὅμως στίς πορεῖες τῶν ἀνθρώπων στόν κόσμο ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά χάσουν τόν δρόμο τους, ἔτσι καί στίς πνευματικές πορεῖες ἐνδέχεται ὁ πιστός νά ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν στόχο του ἤ καί νά χάσει μερικές φορές καί τόν ἴδιο τόν στόχο του.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ὡς φιλόστοργη μητέρα προβάλλει σήμερα, Κυριακή τρίτη τῶν Νηστειῶν, στούς ἱερούς ναούς μας τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ἀφενός γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει μέσω αὐτοῦ ποιός εἶναι ὁ τελικός προορισμός καί ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς τεσσαρακονθημέρου νηστείας, καί ἀφετέρου γιά νά μᾶς ὑποδείξει ποιός εἶναι ὁ σωστός τρόπος γιά νά βαδίσουμε αὐτόν τόν δρόμο καί νά φθάσουμε στό τέρμα του.
Ἔτσι ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τόν ἴδιο τόν Χριστό νά μᾶς προσκαλεῖ καί ταυτόχρονα νά μᾶς καθοδηγεῖ σ᾽ αὐτόν τόν δρόμο: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς μία πρόσκληση· εἶναι ταυτόχρονα καί ὁ καθορισμός τριῶν προϋποθέσεων πού τίθενται προκειμένου νά βαδίσει ὁ ἄνθρωπος τόν δρόμο πού περιγράψαμε.
Ἡ πρώτη προϋπόθεση, στήν ὁποία καί σταματοῦμε συνήθως, ὅταν ἀναλύουμε αὐτό τό χωρίο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπιλέγει αὐτόν τόν δρόμο. Ὁ Χριστός εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός. Κανείς δέν εἶναι ἀναγκασμένος νά τόν ἀκολουθήσει. Κανείς δέν πιέζεται καί κανείς δέν ἐκβιάζεται. «Ὅστις θέλει». Μόνο ὅποιος θέλει μπορεῖ νά τόν ἀκολουθήσει.
Ἡ δεύτερη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Ὅ,τι μᾶς κρατᾶ δεσμίους τῶν συνηθειῶν καί τῶν παθῶν μας, ὅ,τι μᾶς δένει μέ τά γήινα καί τά ἐγκόσμια, ὅ,τι δυσκολευόμαστε νά τό ἀποχωρισθοῦμε ἀκόμη καί ἐάν δέν εἶναι κακό, ἀκόμη καί ἐάν εἶναι ἐφάμαρτο, δέν εἶναι συμβατό μέ τήν ἀπόφασή μας νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό.
Πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά τά συνδυάσουμε ὅλα. Πιστεύουμε ὅτι μποροῦμε νά ζοῦμε τή ζωή μας ὅπως μᾶς ἀρέσει, ὅπως μᾶς εὐχαριστεῖ καί ταυτόχρονα νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά θεωροῦμε ὅτι ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ὅμως ὁ Χριστός τό διευκρινίζει: ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτα ἀφοσιωμένοι σέ Ἐκεῖνον, νά μήν λοξοδρομοῦν, νά μήν ἀλληθωρίζουμε πρός ἄλλες κατευθύνσεις, γιατί διαφορετικά δέν εἶναι δυνατόν νά τόν ἀκολουθήσουμε· δέν εἶναι δυνατόν νά δουλεύουμε «δυσί κυρίοις». Ἐάν θέλουμε πράγματι νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, τότε θά πρέπει κατά τό δυνατό νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας, νά κλείσουμε τά αὐτιά μας, ὅπως οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέα, στίς σειρῆνες τοῦ κόσμου καί νά προσηλωθοῦμε στόν Χριστό, τόν ὁποῖο δέν θά πρέπει νά χάσουμε ἀπό τά μάτια μας κατά τή διαδρομή.
Βέβαια ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, τήν ὁποία ζητᾶ ὁ Χριστός, δέν εἶναι μία στιγμιαία ἀπόφαση ἤ πράξη, εἶναι ἕνας διά βίου ἀγώνας, τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ἀγωνιζόμεθα καθημερινά. Καί ἀπαιτεῖται, διότι διαφορετικά δέν θά μπορέσουμε νά ἀνταπεξέλθουμε στήν τρίτη προϋπόθεση, ἡ ὁποία εἶναι νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας.
«Ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ», ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό ὅσους θέλουν νά τόν ἀκολουθήσουν. Δέν γίνεται, λοιπόν, νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό χωρίς νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας. Δέν γίνεται νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό χωρίς νά κόπο καί χωρίς θυσίες, χωρίς δυσκολίες καί χωρίς δάκρυα. Διότι κανένας σταυρός δέν εἶναι ἀνώδυνος, κανένας σταυρός δέν εἶναι ἐλαφρύς. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός θέτει ὡς προϋπόθεση γιά νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας τήν ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μόνο ὅταν εἴμαστε ἀποδεσμευμένοι ἀπό ἄλλα βάρη, θά μπορέσουμε νά ἄρουμε τόν σταυρό μας, διαφορετικά δέν θά ἀντέξουμε τό βάρος του καί θά λυγίσουμε καί θά ἐγκαταλείψουμε τήν προσπάθεια. Καί ὁ στόχος μας εἶναι νά φθάσουμε στό τέλος, νά φθάσουμε στόν σκοπό μας. Θά πρέπει ὅμως νά προσέξουμε καί κάτι ἀκόμη πολύ σημαντικό. Θά πρέπει νά προσέξουμε νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
Δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο ἀδελφοί μας νά πληροῦν τίς προϋποθέσεις πού ζητᾶ ὁ Χριστός, νά ἐπιλέγουν δηλαδή μέ τή θέλησή τους νά τόν ἀκολουθήσουν, νά ἀπαρνοῦνται τόν ἑαυτό τους, νά σηκώνουν τόν σταυρό τους, ἀλλά στό τέλος νά παρασύρονται εἴτε ἀπό τόν ἐγωισμό τους εἴτε ἀπό πρόσωπα καί ἰδεολογίες, καί τελικά νά μήν τόν ἀκολουθοῦν, νά νομίζουν, δηλαδή, ὅτι ἀκολουθοῦν τόν Χριστό, ἀλλά αὐτός τόν ὁποῖον ἀκολουθοῦν νά μήν εἶναι ὁ Χριστός.
Γι᾽ αὐτό καί θά πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὁ Χριστός πού μᾶς καλεῖ σήμερα νά τόν ἀκολουθήσουμε βρίσκεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία του· εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο προσκυνοῦμε σήμερα ἐπάνω στό σταυρό πού προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτόν πρέπει νά ἀκολουθοῦμε, ἐκπληρώνοντας τίς προϋποθέσεις πού μᾶς ὑπέδειξε. Γιατί μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά φθάσουμε μέχρι τή λαμπροφόρο Ἀνάστασή του καί μέχρι τή δική μας ἀνάσταση καί σωτηρία.
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων