Σήμερα, δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα και η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, καθώς και του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου.
Μυροφόρες ήταν οι γυναίκες που ακολουθούσαν τον Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, και έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σταυρικού πάθους, και μετά, όταν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν και πήραν από τον Πιλάτο το δεσποτικό Σώμα, το τύλιξαν με νεκρικά σεντόνια, και με εκλεκτά αρώματα το τοποθέτησαν στον λαξευτό τάφο. Ο τάφος αυτός κλείστηκε με «λίθον μέγαν», την επομένη δε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τον ασφάλισαν με σφραγίδες και φρουρά. Τα όσα ακολούθησαν μας τα εξιστορούν και οι τέσσερις ευαγγελιστές, των οποίων τις διηγήσεις συνθέτοντας, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε με τη βοήθεια του αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
Πέρασε το Σάββατο. Το Σάββατο που ήταν μεγάλη μέρα για τους Ιουδαίους διότι ήταν το Πάσχα τους. Πέρασε λοιπόν το Σάββατο, άρχισε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος και συνέβη το κοσμοσωτήριο και κοσμοχαρμόσυνο γεγονός της Αναστάσεως. Πότε ακριβώς και πώς συνέβη είναι άγνωστο. Κανείς δεν την είδε. Το Σώμα του Χριστού, μετά την Ανάστασή του, έγινε από φθαρτό άφθαρτο και από παχύ λεπτό, γι’ αυτό και βγήκε από τον τάφο χωρίς κανείς να τον ανοίξει.
Οι παραστάσεις που δείχνουν τον Χριστό να ανέρχεται από ένα ανοιγμένο μνήμα με ένα λάβαρο στο χέρι και τους στρατιώτες να προσπαθούν να προφυλαχθούν από ένα εκτυφλωτικό φως δεν είναι ορθόδοξες και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Οι ορθόδοξες παραστάσεις της Αναστάσεως, όπως η θαυμάσια εκείνη της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, παρουσιάζουν τον ζωοδότη Χριστό στον Άδη, να καταπατεί τις διαλυμένες πύλες του και με στιβαρά χέρια να ανασύρει τον Αδάμ και την Εύα από τους τάφους τους υπό τα βλέμματα των δικαίων της Π. Διαθήκης.
Πρωί-πρωί, μόλις άρχισε να χαράζει και μετά την Ανάσταση, κατέφθασαν οι μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο για να αλείψουν τον Χριστό με τα μύρα που είχαν αγοράσει. Πρώτη ήλθε η Θεοτόκος συνοδευόμενη από την Μαγδαληνή Μαρία. Οι Ευαγγελιστές αναφέρουν την Παναγία κάπως συνεσκιασμένα, ως άλλη Μαρία ή Μαρία του Ιακώβου και του Ιωσή, παιδιών του Μνήστορος, μη θέλοντας να φέρουν ως μάρτυρα τη μητέρα για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους.
Τότε, έγινε «σεισμός μέγας». Άγγελος Κυρίου με μορφή λαμπρή σαν αστραπή και ένδυμα λευκό σαν το χιόνι, αποκύλησε τη μεγάλη πέτρα από το άνοιγμα του τάφου. Οι φύλακες έντρομοι έφυγαν και ο αρχάγγελος Γαβριήλ, αυτός προφανώς ήταν, αυτός που παλαιότερα είχε ευαγγελιστεί την σάρκωση του Θεού Λόγου στην Μαριάμ, αυτός τώρα ευαγγελίστηκε την Ανάσταση του Υιού της. «Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε· ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη γαρ καθώς είπε. δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος». Είδαν τον άδειο τάφο, και η Μαγδαληνή ως να μη άκουσε ή να μη κατάλαβε τον άγγελο, άφησε την Θεοτόκο και έτρεξε στους Πέτρο και Ιωάννη για να τους πει, όχι ότι αναστήθηκε ο Κύριος, αλλ’ ότι μεταφέρθηκε από τον τάφο.
Εν τω μεταξύ, μετά τη φυγή των στρατιωτών, έφτασαν και οι άλλες μυροφόρες γυναίκες, είδαν τον άδειο τάφο και με την προτροπή του αγγέλου αναχώρησαν. Άλλες μεν με φόβο και έκσταση και σε κανένα δεν είπαν τίποτε, διότι φοβούνταν, άλλες δε ακολούθησαν τη Μητέρα του Κυρίου, και καθ’ οδόν «Ιησούς απήντησεν (συνάντησε) αυταίς λέγων· χαίρετε». Όπως δε, όταν η Θεοτόκος άκουσε από τον άγγελο το ευαγγέλιο της Αναστάσεως μαζί με τη Μαγδαληνή Μαρία, μόνη αυτή κατάλαβε τη σημασία των λόγων εκείνων, έτσι και τώρα, πρώτη αυτή από όλες τις άλλες γυναίκες είδε και αναγνώρισε τον Αναστάντα Υιό της και προσπίπτοντας έπιασε τα πόδια του και έγινε απόστολός του προς τους Αποστόλους.
Κατόπιν έφτασαν και είδαν τον κενό τάφο ο Πέτρος και ο Ιωάννης, και μετά ήλθε για δεύτερη φορά, μόνη της η Μαγδαληνή Μαρία και τότε μόνο είδε τον Χριστό και μίλησε μαζί του.
Οι Μυροφόρες λοιπόν, πρώτες αυτές άκουσαν το χαρούμενο μήνυμα της Αναστάσεως, αλλά και πρώτες αυτές είδαν τον Αναστημένο Κύριο. Αλήθεια τι μεγάλη τιμή, τι μεγάλη ευλογία! Πώς όμως αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης τιμής;
Υπάρχει μια πατερική ερμηνεία που σχετίζει τις Μυροφόρες με την Εύα. Στον παράδεισο η Εύα αφού συνομίλησε με τον διάβολο έπεσε, αμάρτησε και έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στον Αδάμ. Τώρα οι Μυροφόρες γυναίκες αφού συνομίλησαν με τον άγγελο και κατόπιν είδαν τον Χριστό, έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα στους άνδρες, στους μαθητές. Έτσι έχουμε αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως.
Αλλά και για έναν άλλο λόγο φαίνεται αξιώθηκαν πρώτες αυτές να δουν και να ακούσουν τον Αναστάντα Κύριο. Διότι έδειξαν ανδρεία, αφοβία, γενναιότητα, ηρωισμό. Ανδρεία όχι σωματική αλλά ψυχής. Αψήφησαν την νύκτα, την έχθρα του λαού, τη δύναμη των στρατιωτών. Έκαναν μια ηρωική θα λέγαμε έξοδο και πήγαν στο μνημείο για να εκδηλώσουν την αγάπη τους.
Η ανδρεία που δεν είναι μόνο για τους άνδρες αλλά εξίσου και για τις γυναίκες, προέρχεται από την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, κατ’ εξοχήν δε από τη χάρη του Θεού. Η αρετή αυτή είναι απαραίτητη στην πνευματική μας ζωή και εκδηλώνεται κυρίως ως υπομονή. Υπομονή που πρέπει να κάνουμε προκειμένου να εφαρμόσουμε τις εντολές του Θεού, αλλά και υπομονή στα δυσάρεστα και λυπηρά που επιτρέπει ο Θεός να έλθουν στη ζωή μας. Εκδηλώνεται επίσης και ως αφοβία που πηγάζει από την εμπιστοσύνη μας στη δύναμη, τη σοφία και την αγάπη, τη φροντίδα του Θεού για μας.
Εορτάζει λοιπόν σήμερα η Εκκλησία μας τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών. Των γυναικών που έφεραν στα χέρια τους τα μύρα τα αισθητά, στις ψυχές τους δε το μύρο της αγάπης προς τον Χριστό.
Αλλά μυροφόροι μπορούμε να γίνουμε και εμείς, ή μάλλον είμαστε και εμείς. Διότι έχουμε μέσα μας το μύρο το πνευματικό, το ακένωτο, το άκτιστο που το πήραμε με το άγιο Βάπτισμα και είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνο που αυτό το μύρο καλύπτεται από τη δυσωδία των παθών, της αμαρτίας. Και εκείνο που χρειάζεται είναι η κάθαρση. Να καθαριστούν οι ψυχές μας από τα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, δηλαδή από την πολύμορφη ιδιοτέλεια και έτσι να αποπνέουν το άρωμα της ταπεινώσεως και της αγάπης.
Είθε με τη χάρη του Θεού, αλλά και τον δικό μας κόπο, να γίνουμε δοχεία καθαρά του Αγίου Πνεύματος που θα είναι και θα σκορπίζουν ευωδία Χριστού. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας