Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία καί σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του καί έλεγε στον Θεό:
«Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ’ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πως να σωθώ;»
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω καί βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται καί να κάνει εργόχειρο.
Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν καί προσευχόταν, καί ξανά καθόταν καί συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του.
Ύστερα πάλι σηκωνόταν γιά προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου πού είχε σταλεί γιά να διορθώσει τον Αντώνιο καί να τού δώσει σιγουριά καί άκουσε τον άγγελο να τού λέει:
«Κάνε κι εσύ το ίδιο καί θα σωθείς».
Καί ο Αντώνιος όταν τ’ άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά καί κουράγιο. Καί έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.