Λαϊκά Ελληνορθόδοξα Λατρευτικά από τα νησιά της Πόλης Α’
Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Από τα έθιμα του ετήσιου εορτολογικού κύκλου των κατοίκων των Πριγκηπονήσων, όπως τα αποτυπώνει ο Ακύλας Μήλλας, αξίζει να αναφερθεί ο πάνδημος εορτασμός των Θεοφανίων, που συνδυαζόταν με τον καθαγιασμό της φύσης και κυρίως της θάλασσας, κι έτσι σχετιζόταν άμεσα με τα ναυτικά κατά κανόνα επαγγέλματα των κατοίκων.
Με τον Μεγάλο Αγιασμό της παραμονής αγίαζαν τα σπίτια, τα μαγαζιά και τις βάρκες τους, ενώ τον Μεγάλο Αγιασμό της κυριώνυμης ημέρας θεωρούσαν ισάξια της θείας κοινωνίας, μεταλάμβαναν από αυτόν και αν τους περίσσευε μετά την τρίτη από την εορτή ημέρα «έπρεπε να ειδοποιηθεί ο ιερέας, και αυτός θα’ ρχόταν με τον διάκο να τον παραλάβει και να τον φέρουν στην Εκκλησία».
Ακολουθούσε πάνδημη λιτανεία με εξαπτέρυγα και λάβαρα ως την ακτή, απ’ όπου – συχνά μέσα από δαφνοστολισμένες βάρκες – γινόταν η τελετουργική κατάδυση του Τιμίου Σταυρού στη θάλασσα. Όποιος από αυτούς που βουτούσαν για να τον ανασύρουν τον έπιανε πρώτος είχε το τελετουργικό δικαίωμα να τον κρατήσει όλη την ημέρα και να τον περιφέρει μέσα σε ανθοστολισμένο δίσκο στα μαγαζιά και τα σπίτια του κάθε νησιού προς αγιασμό των κατοίκων, φιλοδωρούμενος αναλόγως από αυτούς.
Την παραμονή των Χριστουγέννων και ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα παιδιά του κάθε νησιού έψαλαν τα σχετικά κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παλαιότερα δε, γύρω στις αρχές του 19ου αι., από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο μαρτυρείται ότι τα κάλαντα έψαλαν με τη συνοδεία μουσικών οργάνων οι νέοι κάθε νησιού, ιδιαίτερα μάλιστα οι ναυτικοί και οι ψαράδες. Τα Χριστούγεννα εόρταζαν με καθολικό εκκλησιασμό, όπως και την Πρωτοχρονιά, οπότε επιστρέφοντας από το ναό στο σπίτι έκοβαν την βασιλόπιτα και κάθονταν στο πανηγυρικό οικογενειακό γεύμα, μετά το οποίο άρχιζαν οι οικογενειακές επισκέψεις.
Η περίοδος της Αποκριάς, κατά τον Ακύλα Μήλλα, αποτελούσε εθιμικά χρόνο διασκεδάσεων, γλεντιών, χορών και μεταμφιέσεων για τους κατοίκους των Πριγκηπονήσων. Μάλιστα τα νησιά, και ιδίως τη Χάλκη, επισκέπτονταν τότε και αρκετοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, ακόμη και μέλη της πολίτικης αριστοκρατίας, για να διασκεδάσουν. Περίφημοι ήταν στους Ρωμιούς οι αποκριάτικοι χοροί που διοργανώνονταν στα νησιά, τα «Μπακλαχωράνια», με τις μεταμφιέσεις τους – ανάμεσά τους και μεταμφιέσεις σχετικές με την αρχαία Ελλάδα – τις παρελάσεις μεταμφιεσμένων, τους «εθνικούς» χορούς τους, τις αυτοσχέδιες υπαίθριες παραστάσεις – γνωστές ως «παιχνίδια» ή «μεγάλα κομμάτια» – και το «γαϊτανάκι», έναν παραδοσιακό ελληνικό αποκριάτικο χορό, γνωστό και από άλλες ελληνικές περιοχές.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελούσε περίοδο αυστηρής νηστείας, ενώ την Μεγάλη Εβδομάδα συνήθιζαν τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες, τιμώντας το Θείο Πάθος. Πάνδημη επίσης ήταν και η λιτανεία του Επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, έχοντας επικεφαλής τον σταυρό, ενώ στη διάρκειά της γινόταν και το τελετουργικό «κάψιμο του Ιούδα», ενός ομοιώματος ανθρώπου που συνήθως είχε τοποθετηθεί σε συγκεκριμένο σημείο της λιτανευτικής διαδρομής, σύμφωνα με ένα πανελληνίως μαρτυρούμενο και τελούμενο λαϊκό παραστατικό δρώμενο. Οι κάτοικοι των Πριγκηπονήσων ακολουθούσαν εν προκειμένω τα πατροπαράδοτα λαϊκά λατρευτικά έθιμά τους, που δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τα ανάλογα έθιμα άλλων ελληνικών περιοχών
Το ίδιο και η Ανάσταση εορταζόταν με κωδωνοκρουσίες και πυροβολισμούς, αλλά και με καθολικό εκκλησιασμό στην λειτουργία της Αναστάσεως, και κατόπιν, την Κυριακή του Πάσχα, με πλούσια οικογενειακά τραπέζια και ανάλογες διασκεδάσεις. Από τον Γάλλο περιηγητή Pierre Augustin de Guys, το 1776, μαρτυρείται μάλιστα ότι την Κυριακή του Πάσχα, αμέσως μετά τον Εσπερινό της Αγάπης, οι παρθένες κοπέλες μαζεύονταν στην εκκλησία και εκεί χόρευαν, στο νάρθηκα αλλά και στην περιοχή του ναού, υπό τους ήχους τυμπάνων και ζουρνάδων, χωρίς τη συμμετοχή ανδρών. Η εθιμική αυτή συνήθεια, που είχε πλέον λησμονηθεί στα μέσα του 19ου αι., αποτελεί έναν τελετουργικό ευγονικό και ευετηρικό χορό, στην οριακή και διαβατήρια στιγμή της άνοιξης που σηματοδοτεί για τον ελληνικό λαό το Πάσχα.