Διηγήθηκε ότι όταν ήταν νέος μοναχός εγνώρισε ένα λαϊκό ασκητή, που ασκήτευε απέναντι από την αρχαία Μονή του Αλυπίου σε μία σπηλιά, κοντά στο λεγόμενο Κελλί του Πατριάρχου. Η σπηλιά ήταν σχηματισμένη από μια πέτρα που προεξείχε σαν οροφή και στην άκρη της προεξοχής είχε κτισμένο ένα τοιχάκι από ξηρολιθιά.
Όσες φορές τον επεσκέπτετο, μόνον η θέα του προξενούσε μεγάλη κατάνυξη. Ο λαϊκός αυτός ασκητής ήταν σπουδαίος αγωνιστής. Έτρωγε κάθε δέκα μέρες και αγωνιζόταν να μιμηθή τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη, τον οποίο είχε σε μεγάλη ευλάβεια. Μέσα στο σπήλαιο είχε μόνο ένα Σταυρό, δυο μικρές εικόνες και δυο δίποδα, πάνω στα οποία είχε βάλει ο ασκητής δυο σανίδες· έτσι είχε κάνει το ασκητικό του κρεββάτι.
Παλαιά στην Ι. Μονή Φιλοθέου έζησε ένας λαϊκός εργάτης που το όνομά του δεν διασώθηκε. Αφού εκοιμήθη και τον έθαψαν, μετά από χρόνια του έκαναν ανακομιδή και τα οστά του ευωδίαζαν.
Εξεπλάγησαν, απορούσαν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο ο Θεός τίμησε με ευωδία τα οστά του λαϊκού. Εκείνο που διαπίστωσαν ήταν ότι κανείς δεν είχε το παραμικρό παράπονο απ’ αυτόν. Ποτέ κανέναν δεν είχε κατακρίνει και στενοχωρήσει. Ήταν ευλαβής, φιλήσυχος και είχε κρυφή εσωτερική εργασία. Στο διάλειμμα που έκαναν οι άλλοι εργάτες για να ξεκουρασθούν, αυτός πήγαινε λίγο απόμερα και καθόταν κάτω από μία ελιά, διάβαζε το Ευαγγέλιο και έκλαιγε.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, Άγιον Όρος 2009, σελ. 341.