Λαϊκός Πολιτισμός και Ελληνική Παιδεία: Ορισμένες Παρατηρἠσεις Β’
Του Μ. Βαρβούνη, Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Αν παραδεχθούμε την άποψη ότι ο σύγχρονος λαϊκός πολιτισμός εν πολλοίς αποτελεί τον «πολιτισμό των συλλόγων», πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι αυτό που τελικά γίνεται αντιληπτό και παραδεκτό από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ως «παράδοση» αποτελεί προϊόν διδασκαλίας, είτε θεωρητικής, είτε πρακτικής.
Με άλλα λόγια, στις μέρες μας ο παραδοσιακός πολιτισμός διδάσκεται περισσότερο και βιώνεται λιγότερο. Κατεξοχήν βιώνονται οι μορφές του σύγχρονου και νεωτερικού λαϊκού πολιτισμού, οι μορφές δηλαδή που εξετάζει η αστική Λαογραφία, χωρίς τις περισσότερες φορές να γίνεται αντιληπτό από τους αυτουργούς τους ότι αυτή είναι η σύγχρονή μας παράδοση.
Οι περισσότεροι συνάνθρωποί μας, επηρεασμένοι από όσα μαθαίνουν στους φορείς που προαναφέρθηκαν, δεν αντιλαμβάνονται και δεν διακρίνουν την παράδοση που οι ίδιοι δημιουργούν ή «καταναλώνουν», αλλά ταυτίζουν την παράδοση με το παλαιό, το παρωχημένο, το τετελεσμένο, αποκόπτοντάς την από την υλική της βάση, και προσδίδοντάς της συχνά μια υπερφυσική σχεδόν υπόσταση, την οποία στην πραγματικότητα δεν διαθέτει. Βασικούς πυλώνες αυτής της ιδεολογικοποίησης, που απορρέουν ευθέως από τις διαδικασίες μαθητείας που περιγράφτηκαν παραπάνω, αποτελούν ο άκριτος εξωραϊσμός, η συναισθηματική εμπλοκή της παράδοσης με την παιδική ηλικία «της αθωότητας», η προβολή σε αυτήν προσωπικών αντιλήψεων και προσλήψεων και η διαπλοκή με ποικίλες προσωπικές και ομαδικές στρατηγικές επιβίωσης ή διεκδίκησης κοινωνικού γοήτρου (prestige).
Από όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει νομίζω ότι οι διαδικασίες μαθητείας στην παράδοση, όπως κατά κανόνα αυτές έχουν συστηματοποιηθεί, δεν συμβάλουν στην ουσιαστική γνώση της, παρά τις ευάριθμες εξαιρέσεις που υφίστανται μεν, αλλά ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και βέβαια ευνόητο είναι ότι οι διαδικασίες αυτές είναι ευθέως αντίστροφες προς την ουσιαστική παιδευτική λειτουργικότητα της παράδοσης, είτε στον παραδοσιακό, είτε στον λαϊκό πολιτισμό του ελληνικού λαού. Κι όμως, παρά την μικρή παιδευτική σημασία και αποτελεσματικότητα αυτών των διαδικασιών, το ζήτημα της παιδευτικής αξίας του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, στα πλαίσια της νεωτερικής και μετανεωτερικής κοινωνίας μας, παραμένει ουσιαστικό και σημαίνον για την μορφή και το περιεχόμενο του πολιτισμού μας, για την ίδια την ατομική και συλλογική, οικογενειακή και κοινωνική ιδιοπροσωπία μας.
Ποια είναι λοιπόν στην ουσία η παιδευτική αυτή σημασία, που μάλιστα συνδέεται άμεσα με την όποια πρακτική χρησιμότητα της μελέτης του λαϊκού πολιτισμού, τόσο από την Λαογραφία και την Εθνολογία, όσο και γενικότερα από τις κοινωνικές επιστήμες (λ.χ. Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία κ.λπ.); Η σημασία αυτή, κατ’ εμέ κριτή, συνδέεται άμεσα με την διαδικασία του σχηματισμού ταυτοτήτων, την τόσο καθοριστική και κρίσιμη στις μέρες μας. Διότι οι κάθε είδους συγκλίσεις και συνυπάρξεις των επιμέρους παραδόσεων και φυσιογνωμιών των διαφόρων λαών, όπως αυτές για παράδειγμα επιχειρούνται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχουν επιτυχία και αποτελεσματικότητα αν στηρίζονται στην αρχή της επίτευξης μιας παγκοσμιοποιημένης ενότητας με βάση την απόσβεση ή την ομογενοποίηση των επιμέρους εθνικών χαρακτηριστικών.
Τουναντίον, πιθανότητες επιτυχίας έχουν μόνο αν βασίζονται στην πλήρη ανάδειξη των εθνικών ετεροτήτων, των διαφοροποιήσεων από λαό σε λαό, και μεταξύ των εθνικών παραδόσεων, με παράλληλη επισήμανση και όλων των κοινών ή όμοιων στοιχείων. Και στη συνέχεια, στην διδασκαλία όλων των στοιχείων αυτών, όμοιων και ανόμοιων, ταυτοτικών ή ετεροτικών, στα πλαίσια μιας διαδικασίας εκπαίδευσης, που είναι απαραίτητη εκεί όπου η βίωση και η βιωματική συμμετοχή για ποικίλους λόγους δεν είναι πλέον εφικτή, ώστε να καταστεί βίωμα των λαών η αναγνώριση, ο σεβασμός και η μέγιστη ανοχή απέναντι στις διαφοροποιήσεις των πολιτισμικών, θρησκευτικών κ.λπ. παραδόσεων των συνανθρώπων και των γειτόνων τους. Με άλλα λόγια, δεν είναι εφικτή ο ισοπέδωση και η ομογενοποίηση, διότι αυτή προκαλεί αντιδράσεις που εκτρέπονται στον εθνικισμό, αλλά το δέον γενέσθαι είναι η καλλιέργεια πνεύματος αλληλογνωριμίας, αλληλοσεβασμού και συνύπαρξης, που εδράζεται στην καλή γνώση του «άλλου», του «απέναντι», του «ξένου», και οδηγεί στον πατριωτισμό, ο οποίος αναγνωρίζει απόλυτα και τα ανάλογα πατριωτικά αισθήματα των συνανθρώπων μας, και τα προστατεύει χωρίς να τα προσβάλει.