Λαϊκός Πολιτισμός και Ελληνική Παιδεία: Ορισμένες Παρατηρήσεις Α’
Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Στην ελληνική Λαογραφία κατά κανόνα αναφερόμαστε σε παραδοσιακό πολιτισμό (traditional culture) που εκδηλώνεται περίπου ως τα μέσα του 20ού αιώνα, και μάλιστα την κρίσιμη πολιτισμικά για τον ελληνικό χώρο δεκαετία 1940 – 1950, και για λαϊκό πολιτισμό (popular culture) που σταδιακά σχηματίζεται έκτοτε, υπό το κράτος των εξελίξεων και των ρυθμίσεων της νεωτερικότητας και της προϊούσας παγκοσμιοποίησης.
Στην πρώτη περίπτωση, στα πλαίσια δηλαδή του παραδοσιακού πολιτισμού, η μαθητεία στις εκδηλώσεις, στην ουσία και στα επιμέρους φανερώματά του, συντελούνταν κατά κανόνα στα πλαίσια της οικογένειας, της ενορίας και της κοινότητας, και στηρίζονταν στην μίμηση των εφαρμοζόμενων παραδειγμάτων και συμπεριφορών.
Έτσι, στον παραδοσιακό πολιτισμό η μάθηση των πολιτισμικών συνισταμένων, των νοοτροπιών και των συμπεριφορών συμπορευόταν με την κοινωνικοποίηση του ατόμου, και συντελούνταν στο πλαίσιο πάντοτε των βασικών κοινωνικών συσσωματώσεων, που όριζαν το κοινωνικό περίγραμμα. Λειτουργούσε λοιπόν από παιδευτική άποψη ο παραδοσιακός πολιτισμός κατά κανόνα στα όρια ενός αυτοματισμού, καθώς η μαθητεία αυτή αναφερόταν σε στοιχεία ζωντανά και λειτουργικά, η βίωση των οποίων ελάχιστα χρειαζόταν την παράλληλη υποστηρικτική δράση του σχολείου ή άλλων οργανωμένων διαδικασιών και φορέων μάθησης και εκπαίδευσης.
Το βαθμιαίο πέρασμα στον λαϊκό πολιτισμό, με τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που συνεπάγεται, οδήγησε στον σχηματισμό νέων επίσης πολιτισμικών μορφών, φαινομένων και εκδηλώσεων, που καθώς διακρίνονται σαφώς από τις παλαιότερες παραδοσιακές τους προσέδωσαν εν πολλοίς μια μυθική αχλύ. Και ενώ οι νέες εξελίξεις και εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού συνέχισαν να βιώνονται και να μεταδίδονται βιωματικά, οι παλαιότερες, κατά κανόνα ιδεολογικοποιημένες και συμβολοποιημένες, επέστη ανάγκη να διδαχθούν στα νεώτερα κυρίως μέλη της κοινότητας. Και μάλιστα στην διδακτική αυτή διαδικασία προσδόθηκε ιδιαίτερο κύρος, καθώς το αντικείμενό της συνδέθηκε με τα ιδεολογήματα της «επιστροφής στις ρίζες», αλλά και της δήθεν τοπικής μοναδικότητας της φυσιογνωμίας του τόπου, η οποία κατά τις ίδιες πάντοτε νοοτροπίες, συνδέεται άρρηκτα με εκδηλώσεις του τοπικού λαϊκού πολιτισμού. Και πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός της πλήρους αναντιστοιχίες παρόμοιων απόψεων με όσα μας δείχνει η επιστημονική έρευνα και μελέτη του λαϊκού πολιτισμού στις ποικίλες τοπικές παραλλαγές του, αυτές είναι ευρύτατα διαδομένες και θεμελιωμένες στην κοινή λαϊκή ιδεολογία πολλών περιοχών, φαινόμενο μάλιστα που δεν αποτελεί ιδιομορφία μόνο του ελληνικού λαού.
Την διδασκαλία αυτή ανέλαβαν κατά κανόνα πολλοί και διαφορετικοί φορείς: παραδοσιακοί και εθνοτοπικοί σύλλογοι, με τις σχολές χορού ή μουσικής που διατηρούν και τις αναπαραστάσεις τελετουργιών που διοργανώνουν και επιμελούνται, πολιτισμικοί φορείς της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, ακόμη και εκκλησιαστικοί φορείς επιδίδονται στο έργο αυτό. Βέβαια, το τι μαθαίνεται, από τη στιγμή που διδάσκεται και δεν βιώνεται, αποτελεί προϊόν συγκεκριμένων διαδικασιών επιλογής, που στηρίζεται στις ιδεολογικές συνισταμένες, τις αισθητικές επιλογές και ενίοτε τις συναισθηματικές αντιδράσεις όσων εμπλέκονται, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, στις μαθησιακές αυτές διαδικασίες.
Στην πραγματικότητα δεν διδάσκεται έτσι – ούτε θα μπορούσε βέβαια να διδαχθεί – ο παραδοσιακός πολιτισμός στο σύνολό του, αλλά τα επιμέρους στοιχεία του που είτε εμπλέκονται σε ποικίλες συναισθηματικές διαδικασίες ατόμων ή ομάδων, είτε έχουν από μόνα τους τελεστική θεαματικότητα, είτε τέλος εκλαμβάνονται ως πρόσφορο έδαφος για την θεμελίωση των ιδεολογικοποιημένων προσεγγίσεων του πολιτισμού του λαού, που χαρακτηρίζουν αυτού του είδους την πολιτισμική δραστηριότητα.