Η θεία λειτουργία αποτελεί την αποκορύφωση της λατρευτικής και λειτουργικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συμμετοχή σε αυτήν σχετίζεται με την μετάληψη και είναι πιο χαρακτηριστική στις περιπτώσεις πανηγύρεων ναών και μονών, κατά τις οποίες εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη του αγίου. Οι πιστοί συμμετέχουν στη λειτουργία, αγγίζουν τα άμφια του ιερέα στη Μεγάλη Είσοδο, γονατίζουν κάτω από το ανοιχτό ευαγγέλιο την ώρα του ευαγγελικού αναγνώσματος, ζητούν από τον ιερέα να σταυρώσει πονεμένα μέλη του σώματός τους ή δερματικές παθήσεις με τη λόγχη, με την οποία τελεί την προσκομιδή, φέρνουν στους εορτάζοντες ναούς λουλούδια, στέφανα και κλαδιά για τον στολισμό των εικόνων και της εκκλησίας, τα οποία στη συνέχεια αναδιανέμονται στους πιστούς, με την πίστη ότι αποτελούν φορείς θείας δύναμης, αφού ήρθαν σε τελετουργική επαφή με ιερά αντικείμενα, και γενικά συμμετέχουν ενεργά στις λειτουργικές πράξεις.
Η προσφορά λειτουργίας αποτελεί το συνηθέστερο από τα ταξίματα προς τους αγίους, ενώ παλαιότερα συνηθίζονταν και οι λεγόμενες «κρυφολειτουργιές», δηλαδή η τέλεση θείας λειτουργίας το βράδυ, σε ξωκλήσι και μυστικά, με τη συμμετοχή μόνο του ιερουργούντος ιερέα και αυτών που είχαν κάνει το ανάλογο τάξιμο, με σκοπό την λύση μαγικών ενεργειών και επιδράσεων, που πίστευαν ότι είχαν γίνει εναντίον τους, στα πλαίσια της νεοελληνικής λαϊκής μαγείας.
Ο λαός ονομάζει «συλλείτουργα» τις πανηγυρικές θείες λειτουργίες, αλλά και τους αντίστοιχους εορταστικούς μεγάλους εσπερινούς, όπου συμμετέχουν περισσότεροι του ενός ιερείς. Για τον λόγο αυτό, το συλλείτουργο έχει ταυτιστεί στη λαϊκή λατρευτική συνείδηση με την πανήγυρη, κι έτσι ονομάζεται συχνά με τον χαρακτηρισμό αυτό κάθε πανηγυρική ιεροπραξία στη μνήμη αγίου, ακόμη κι αν τελικά τελείται από έναν και μόνο ιερέα.
Στην λειτουργική υπάρχει ιδιαίτερο τυπικό για τα συλλείτουργα, αναλόγως της ιεραρχικής κατάταξης των ιερέων ή των αρχιερέων που συμμετέχουν σε αυτά, κατά τα πρεσβεία της ιερωσύνης ή της αρχιερωσύνης. Σε κάθε περίπτωση όμως, η έννοια του συλλείτουργου ταυτίζεται από το λαό με εκείνην της πανηγύρεως στη μνήμη εορτάζοντος αγίου, ναού ή μονής.
«Αγρυπνία» ονομάζεται από το λαό ο πανηγυρικός εσπερινός της παραμονής κάποιας μεγάλης εορτής, ο οποίος τελείται μετά τον συνήθη μικρό εσπερινό, με ανοιξαντάρια, αρτοκλασία και πανηγυρικό αργό ύφος στις μελωδίες των ψαλλομένων τροπαρίων. Αυτή είναι η παραδοσιακή μορφή της αγρυπνίας στην λαϊκή θρησκευτικότητα του λαού μας, στην οποία πάνδημη συνήθως είναι η συμμετοχή, καθώς θεωρείται από το λαό ως η κυριότερη λατρευτική εκδήλωση της πανηγύρεως. Στο τέλος, διανέμονται στους πιστούς άρτοι, συνήθως γλυκοί, και κεράσματα από γλυκίσματα και εορταστικά αρτοσκευάσματα (αρτίδια, λουκουμάδες, τηγανίτες με ούζο ή μαστίχα κ.λπ.).
Σπανιότερα, η αγρυπνία περιλαμβάνει και την τέλεση όρθρου και θείας λειτουργίας, ξεκινά νωρίς το βράδυ και τελειώνει συνήθως μία ή δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Πρόκειται για μοναστηριακές μορφές λατρείας και ακολουθιών, που τα τελευταία χρόνια έχουν μεταπηδήσει και στους ενοριακούς ναούς πόλεων και χωριών, στα πλαίσια του φαινομένου των μοναστηριακών επιδράσεων στην λαϊκή λατρεία του ελληνικού λαού.
Οι ακολουθίες αυτές θεωρούνται πιο κατανυκτικές, γι’ αυτό και τελούνται όλο και συχνότερα, τα τελευταία μάλιστα χρόνια πολλές ενορίες προσφέρουν μετά την ολοκλήρωσή τους μοναστηριακού τύπου τράπεζες στους συμμετέχοντες πιστούς, στα πλαίσια της μεταφοράς των μοναστικών λατρευτικών τύπων στις ενορίες «του κόσμου», για την οποία έγινε λόγος παραπάνω.
Ως «ολονυκτίες» ορίζονται από το λαό οι πανηγυρικές τελέσεις ιερών ακολουθιών κατά τις νυκτερινές ώρες, που αποτελούν επίδραση από αντίστοιχα μοναστηριακά πρότυπα, στα οποία ωστόσο οι ακολουθίες διαρκούν πραγματικά ολόκληρη τη νύχτα. Στις περιπτώσεις των κοσμικών ενοριών η ολονυκτία ξεκινά το βράδυ, με μικρό και μεγάλο εσπερινό, και συνεχίζεται με όρθρο και θεία λειτουργία, ή με την ακολουθία των Ωρών, ευχέλαιο, όρθρο και θεία λειτουργία, αν πρόκειται λ.χ. για ολονυκτίες μεγάλων δεσποτικών εορτών, όπως εκείνη των Χριστουγέννων.