Με την επιστροφή της λιτανευτικής πομπής στο ναό, πραγματοποιείται η τελευταία στάση – και μαζί η τελευταία δέηση – μπροστά στο ναό, μετά την οποία ο επίσκοπος εκφωνεί επίκαιρο λόγο, και συνήθως η φιλαρμονική αποδίδει τιμές και παιανίζει τον εθνικό ύμνο, πριν την καθιερωμένη εκκλησιαστική απόλυση, ώστε η εικόνα να εισέλθει στο ναό, όπου ψάλλεται ο εσπερινός της επομένης, και το πλήθος να διαλυθεί. Στην βασική αυτή διάταξη της όλης λιτανευτικής εθιμοταξίας θα μπορούσαν να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις: καταρχήν, όσον αφορά την ακολουθούμενη πορεία, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι συνήθως η λιτανεία διαγράφει κύκλο μέσα στα όρια της αντίστοιχης ενορίας.
Πρόκειται για μια κληρονομιά από τις αγροτικές λιτανευτικές πομπές της υπαίθρου, όπου συνήθως διαγράφεται ένας μαγικός – προστατευτικός κύκλος στα εδάφη που αποτελούν τα όρια του χωριού, όχι μόνον τα τοπογραφικά όρια του οικισμού, αλλά και τα σύνορα του οικονομικού και παραγωγικού χώρου κάθε οικισμού. Για την πληρέστερη δε ικανοποίηση των πιστών, είναι συνηθέστατο το φαινόμενο οι αστικές λιτανείες να τροποποιούν κάθε χρόνο το δρομολόγιό τους, καλύπτοντας διαφορετικά μέρη της ενορίας, ώστε να «διαχέεται η χάρη». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η τέλεση της πανηγυρικής λιτανείας έχει και τον χαρακτήρα μιας συμβολικής περιχαράκωσης των ορίων μιας ενορίας.
Ενδιαφέρον σημείο αποτελεί επίσης η πρακτική της ανάμειξης κοσμικών στοιχείων και δεδομένων από το δημόσιο τελετουργικό στην εθιμοταξία των λιτανειών. Αυτό παρατηρείται σε όλα τα είδη των λιτανειών που εξετάζουμε, δηλαδή και σε εκείνες της Μεγάλης Παρασκευής, της Κυριακής του Πάσχα, των Θεοφανείων κ.λπ. Το φαινόμενο αυτό, που διαπιστώνεται ευρύτερα στην ελληνική θρησκευτική λαογραφία, οφείλεται στην άμεση σχέση κράτους και Εκκλησίας, που τροφοδοτεί, τα τελευταία χρόνια, μια εντονότατη δημόσια συζήτηση στην χώρα μας.
Σύμφωνα με την πραγματικότητα αυτή, οι εκκλησιαστικές τελετές δανείζονται δεδομένα του δημόσιου τελετουργικού, αυτού δηλαδή που έχει καθιερωθεί από την κοσμική εξουσία σε περιπτώσεις κρατικών ή εθνικών εορτασμών, όπως η χρήση φιλαρμονικών ή αποσπασμάτων ενστόλων – στρατιωτών, ναυτών, αστυνομικών ή ακόμη και προσκόπων – η απόδοση τιμών όπως αυτές που αποδίδονται στην σημαία, σε αρχηγούς καρτών κ.λπ., αλλά και η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, στα πλαίσια μιας καθαρώς εκκλησιαστικής τελετουργίας.
Η ανάμειξη αυτή, που ουσιαστικά διαμορφώνει την φυσιογνωμία των αστικών εκκλησιαστικών λιτανειών, κατά κανόνα γίνεται με πρωτοβουλία των εκκλησιαστικών αρχών, που θεωρούν ότι από αυτήν μπορούν να προσποριστούν κύρος και επιβολή. Στενά δεμένη με την ελλαδική πραγματικότητα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», η πρακτική αυτή δεν παρατηρείται φυσικά σε ανάλογες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις αποδήμων ή ομογενών, που πραγματοποιούνται εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας.
Δεν θα μπούμε φυσικά στη συζήτηση σχετικά με τη σχέση κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα, αφού αυτή βρίσκεται έξω από τα όρια του μετά χείρας κειμένου. Θα σημειώσουμε μόνο πως στην ανάμειξη αυτή βρίσκεται η ιδιαιτερότητα που δίνει τον ιδιαίτερο τόνο στην ελληνική λαϊκή θρησκευτική συνείδηση και πράξη, επιδρώντας άμεσα στις ανάλογες εθιμικές πρακτικές του λαού μας. Με τις λιτανείες αυτές, όπως έχει παρατηρηθεί και στη σχετική ξένη βιβλιογραφία, το τοπίο επανιδρύεται και επαναγιάζεται συμβολικά, καθώς ολοκληρώνεται η τελετουργική αναδόμησή του, με την συνεργασία κοσμικού και εκκλησιαστικού, διοικητικού και θρησκευτικού τελετουργικού.
Είναι δε απολύτως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η λιτανεία αναφέρεται ξεχωριστά – συχνά μάλιστα και με μνεία της συμμετοχής του επιχωρίου μητροπολίτη- μαζί με το δρομολόγιό της, και στις αφίσες που τυπώνονται για να αναγγείλουν τα πανηγύρια των αστικών ενοριών, ως ένα απολύτως χαρακτηριστικό τμήμα της όλης πανηγυρικής τελετουργίας. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και κατά την λιτανεία του Επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, που είναι πάνδημη και επίσημη. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, οι ιερείς των γειτονικών ενοριών συχνά κανονίζουν να συναντηθούν, σε κάποιο προκαθορισμένο μέρος οι λιτανευτικές πομπές τους, ώστε από κοινού να πραγματοποιήσουν κάποιο μέρος της λιτανευτικής πρακτικής τους, τονίζοντας και πάλι την αγάπη, την καλή γειτονία και την αγαστή συνεργασία τους.