Dogma

Λειτουργικές Τελετουργικές Πράξεις στην ελληνική λαϊκή εθιμοταξία – Στ΄

Του Δρος Μ. Βαρβούνη

Κατά την ορολογία της ελληνικής λαϊκής λατρευτικής παράδοσης, ο όρος «απόδοση» (ενν. εορτής), με εκκλησιαστική προέλευση, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον επανεορτασμό μιας μεγάλης Δεσποτικής ή Θεομητορικής εορτής, συνήθως μετά από μία εβδομάδα, με έθιμα παρόμοια προς εκείνα που τελέστηκαν κατά την ίδια την εορτή. Έτσι, από τον εσπερινό της παραμονής της «αποδόσεως» τηρείται εθιμική αργία, ανάβουν το καντήλι στο εικονοστάσι και θυμιάζουν. Η απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (σε πολλές περιοχές χαρακτηρίζεται με τα προσωνύμια Παναγία Φανερωμένη, Αναφωνήτρια, Παρηγορίτισσα, Κεχαριτωμένη, Ελεούσα κ.λπ.), στις 23 Αυγούστου, εκλαμβάνεται από το λαό ως το εννεαήμερο μνημόσυνό της, γι’ αυτό και ονομάζεται «Εννιάμερα της Παναγίας», σύμφωνα με τη συνήθεια της επίσπευσης των μνημοσύνων και για τους προσφιλείς νεκρούς κάθε οικογένειας.

Στα Επτάνησα μάλιστα η εορτή αυτή ονομάζεται «Αντιμύρι», ίσως από την συμβολική αίσθηση ενός δεύτερου τελετουργικού «μυρώματος» του νεκρού σώματος της Παναγίας. Σε πολλές ελληνικές περιοχές μάλιστα ορισμένοι ναοί και μονές της Κοιμήσεως εορτάζουν κατά την απόδοση της εορτής, ώστε η πανήγυρις να επαναλαμβάνεται, και ο φιλέορτος και φιλακόλουθος ελληνικός λαός να τη ζει και να την απολαμβάνει. Στους ναούς αυτούς μάλιστα συχνά επαναλαμβάνεται η τελετή του «Επιταφίου της Παναγίας» με τα εγκώμιά της, το βράδυ της παραμονής κατά τον πανηγυρικό εσπερινό, παρά το ότι η σχετική ακολουθία είναι εορταστικά πανηγυρική.

Ιδιαίτερα επίσης εορτάζεται από το λαό η απόδοση της εορτής του Πάσχα: λέγεται, ως χαιρετισμός, και ψάλλεται στα οικογενειακά τραπέζια για τελευταία φορά το «Χριστός Ανέστη», καταναλώνονται τα τελευταία πασχαλινά κόκκινα αβγά, καίγονται από τους Πόντιους τελετουργικά τα δαφνόφυλλα από το «Ανάστα ο Θεός», της πρωινής θείας λειτουργίας του μεγάλου Σαββάτου και οι νέοι πηδούν πάνω από τη φωτιά, ενώ σε νησιά όπως η Σάμος ανάβονται το βράδυ λαμπάδες και καντήλια στις εξώπορτες, στις αυλές και στα μπαλκόνια, με την πίστη ότι έτσι θα βλέπει ο Χριστός για την πορεία του προς τους ουρανούς.

             Οι εθιμικοί εκκλησιαστικοί πλειστηριασμοί είναι μια τελετουργική εκπλειστηρίαση τελετουργικών επίσης δικαιωμάτων, όπως το κράτημα του σταυρού, της εορτάζουσας εικόνας, της εικόνας της Αναστάσεως, των λαβάρων, του επιταφίου, του ανάματος εθιμικής πυράς ή της ανάσυρσης του σταυρού από τη λεκάνη του αγιασμού, τα Θεοφάνεια. Τα δικαιώματα αυτά διαρκούν όσο διαρκεί η εορτή, και δεν μετατρέπονται σε δικαιώματα κυριότητος, δεδομένου ότι μετά το εκπλειστηριαζόμενο αντικείμενο επιστρέφει στην κυριότητα του ναού.

Πρόκειται για έναν τελετουργικό τρόπο ενίσχυσης των ενοριακών ταμείων, ο οποίος συγκροτήθηκε στα πλαίσια του κοινοτικού συστήματος, αλλά και των αυξημένων αρμοδιοτήτων των κοινοτήτων, μετά τις μεταρρυθμίσεις του οθωμανικού κράτους, τις γνωστές ως tanzimat. Καθώς από το ενοριακό και το κοινοτικό ταμείο έπρεπε να συντηρηθούν ο ναός, η κοινοτική εκπαίδευση, τα κτήρια αλλά και οι κάθε είδους φιλανθρωπικές δραστηριότητες, επινοήθηκε ο τελετουργικός αυτός τρόπος αύξησης των εισφορών, δεδομένου ότι συνήθως εισέρρεαν στο κοινοτικό ταμείο όλες οι προσφορές, και όχι μόνο αυτή του πλειοδότη. Παραλλήλως, η επικράτηση στον πλειστηριασμό προσέδιδε ιδιαίτερο κοινωνικό γόητρο (prestige) στον πλειοδότη, γι’ αυτό και ο ανταγωνισμός συνήθως ήταν μεγάλος.

Πολλές μάλιστα προσφορές γινόταν όχι σε χρήματα αλλά σε είδος, κυρίως δε σε αγροτικά προϊόντα πρώτης διατροφικής ανάγκης, όπως το λάδι και τα δημητριακά. Με την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος και την κατάργηση του κοινοτικού συστήματος οι εθιμικοί εκκλησιαστικοί πλειστηριασμοί ατόνησαν, κατόπιν δε καταδικάστηκαν και από την διοικούσα Εκκλησία, η οποία πριν προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους ενισχύσει, ως ειδωλολατρικό έθιμο.

Διατηρήθηκαν ωστόσο, κυρίως στις περιοχές που άργησαν να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό, αλλά και ως ενθύμηση στους προσφυγικούς πληθυσμούς, τα τελευταία δε χρόνια αναβιώνονται πολλές από τις προϋπάρχουσες κατά τόπους περιπτώσεις πλειστηριασμών, στα πλαίσια του κινήματος του φολκλορισμού, θεωρούμενοι ως στοιχεία της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας, τα οποία πρέπει να διατηρηθούν στο χρόνο.

Τέλος, η ονομαστική εορτή, στη μνήμη του αγίου του οποίου το όνομα φέρει ο πιστός, συνήθως τιμάται με εκκλησιασμό, εθιμικά καθιερωμένη αργία και εόρτιες επισκέψεις στο σπίτι του εορτάζοντος. Συχνή είναι η προσφορά εορταστικών άρτων και η τέλεση αρτοκλασίας, στον εσπερινό ή την κυριώνυμη ημέρα, αλλά και τα υψώματα στην περιφορά της εικόνας.

Σε ορισμένες περιοχές παρασκευάζονται από τους εορτάζοντες και πανηγυρικές πανσπερμίες, εορταστικά κόλλυβα, τα «ζωντανά» ή «σπερνά», που προσκομίζονται στο ναό, ευλογούνται από τον ιερέα και διανέμονται στο εκκλησίασμα. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, όπως για παράδειγμα στην Κύπρο, συνηθίζουν να τελούν ετησίως και μία θεία λειτουργία για τους νεκρούς κάθε οικογένειας, μετά την οποία προσφέρεται και εορταστική νεκρολατρική τράπεζα, με σχετικές προπόσεις υπέρ της αναπαύσεώς τους, από τον αρχηγό της οικογένειας, τον «μνημοποιό».