Σε ορισμένες περιοχές έχει επιβιώσει ο όρος «αγρυπνία», με τον οποίο ωστόσο συχνά εννοούν την τέλεση του μεγάλου πανηγυρικού εσπερινού με ανοιξαντάρια, του εσπερινού των πανηγυριών ναών, παρεκκλησίων και ξωκλησιών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη Σάμο. Συχνά, στις ολονυκτίες των αστικών ενοριών προσφέρεται κατόπιν και κοινό κέρασμα ή φαγητό, σε μίμηση των αντίστοιχων μοναστηριακών τραπεζών, κατά την τάξη για παράδειγμα των αγιορείτικων πανηγυρικών ολονυκτιών, ενώ οι πιστοί συμμετέχουν με ιδιαίτερη κατάνυξη. Στους πανηγυρικούς εσπερινούς πάλι προσφέρονται κεράσματα από τους ιδιοκτήτες του ναού ή αυτούς που τελούν την αγρυπνία και φροντίζουν το ναό, είτε είναι φυσικά πρόσωπα, είτε είναι σύλλογοι, όπως συχνά συμβαίνει.
Σε κάθε περίπτωση, οι ολονυκτίες αποτελούν τις πλέον αγαπητές μορφές πανηγυρικών εκκλησιαστικών εκδηλώσεων, που συγκεντρώνουν πάντοτε ικανούς αριθμούς πιστών.
Στις παραπάνω πανηγυρικές λατρευτικές συνάξεις, συχνή είναι η τέλεση πανηγυρικών «αρτοκλασιών». Πρόκειται για προσφορά στο ναό πέντε άρτων, μαζί με λάδι και κρασί, ώστε να ευλογηθούν από τον ιερέα στην αντίστοιχη πανηγυρική ακολουθία της Εκκλησίας, η οποία τελείται στους εσπερινούς των πανηγύρεων ή την κυριώνυμη ημέρα, μετά την δοξολογία της θείας λειτουργίας. Οι άρτοι συνήθως είναι μεγάλοι στο μέγεθος, με γλυκάνισο, ζάχαρη, ξηρούς καρπούς, κανέλα και σουσάμι, αφού δε ευλογηθούν, με την μνημόνευση των ονομάτων όσων τους προσφέρουν, τεμαχίζονται και μοιράζονται στους πιστούς, συνήθως από αυτούς που τους πρόσφεραν, αμέσως μετά το τέλος της ακολουθίας.
Όσοι παίρνουν το κομμάτι τους αντιδωρίζουν ευχές για υγεία και ευόδωση των σκοπών της προσφέρουσας οικογένειας. Με την ακολουθία αυτή, η Εκκλησία ευλογεί τους βασικούς καρπούς και τα τρόφιμα της καθημερινής ζωής του λαού μας, δηλαδή το σιτάρι – αλεύρι, το λάδι και το κρασί, ταυτοχρόνως δε μνημονεύει και τα ονόματα των πανηγυριζόντων, των προσφερόντων και των συγγενών τους, πάντοτε όσων είναι εν ζωή, που παραδίδονται στον ιερέα γραμμένα σε ειδικό χαρτί (μεριδοχάρτι), εξασφαλίζοντας έτσι θεϊκή προστασία, πνευματική και υλική ευδαιμονία για τους προσφέροντες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αρτοκλασία έχει ιδιαιτέρως πανηγυρικό χρώμα, και είναι μια από τις πλέον αγαπητές ακολουθίες στη θρησκευτική και λειτουργική ζωή του λαού μας, αποτελώντας για το λαό κομβικό σημείο των πανηγύρων ενοριακών ναών, παρεκκλησίων, ξωκλησιών και μονών.
Ο λαός τρέφει ιδιαίτερη ευλάβεια για το μυστήριο της θείας ευχαριστίας και πιστεύει ότι, αντιθέτως με τον εκκλησιασμό, η προσέλευση σε αυτό πρέπει να είναι αραιή, και μόνο σε μεγάλες εορτές, σε περιπτώσεις ειδικών ταμάτων ή κατά τις ονομαστικές εορτές των ανθρώπων, και τούτο παρά τα όσα διδάσκει η Εκκλησία για την ανάγκη συχνότατης μετάληψης, εφόσον βεβαίως έχουν τηρηθεί οι σχετικές πνευματικές προετοιμασίες. Υπάρχουν μάλιστα και ειδικοί εθιμικοί κανόνες, ανάλογα με την ηλικία και την κατάσταση καθενός.
Για παράδειγμα, τα βρέφη πρέπει να κοινωνήσουν τρεις, ή αλλού δώδεκα, φορές μετά την βάπτισή τους, με την λαμπάδα της βαπτίσεως αναμμένη. Επίσης πρέπει να κοινωνήσουν όσοι ξεκινούν μακρινά ναυτικά ή χερσαία ταξίδια, όσοι στρατεύονται κ.λπ. Στην Κορώνη οι χήρες και οι ανύπαντρες κοπέλες δεν κοινωνούν στις μεγάλες εορτές, ενώ τα παιδιά κοινωνούν το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και οι μεγάλοι το βράδυ, στο τέλος της λειτουργίας της Αναστάσεως. Πριν τη μετάληψη απαιτείται εβδομαδιαία νηστεία, και από λάδι την παραμονή, εξομολόγηση, καθαριότητα του σώματος και των ενδυμάτων, αλλαγή εσωρούχων και ζήτηση συγχώρησης από τους οικείους, του γονείς, τους γείτονες και τους φίλους.
Σε ορισμένες επίσης περιοχές οι μεταλαμβάνοντες συνήθιζαν να κρατούν λαμπάδες, ή οι γυναίκες να φορούν μαντήλι την ώρα της θείας κοινωνίας. Επίσης η μετάληψη απαγορεύεται σε εγκύους που απέβαλλαν, σε γυναίκες που έχουν περίοδο ή ζουν με άνδρες χωρίς να έχουν τελέσει γάμο, ενώ οι στενοί συγγενείς των νεκρών συνήθως μεταλάμβαναν για πρώτη φορά μετά τον θάνατο στη λειτουργία του μνημοσύνου των 40 ημερών.
Η μεταφορά της θείας κοινωνίας για τους κατάκοιτους ή τους ετοιμοθάνατους γινόταν από τον ιερέα, ενώ προηγούνταν φανάρια και σταυρός, που κρατούσαν παιδιά. Αν χυθεί θεία κοινωνία κάτω, πρέπει ο ιερέας να τη μαζέψει με το στόμα του, και κατόπιν να κάψει με φωτιά το μέρος, ενώ αν χυθεί σε χαλιά ή ενδύματα πρέπει αυτά να καούν, και η στάχτη να ριχτεί στο χωνευτήριο του ναού.