Λόγος για την εορτή των Τριών Ιεραρχών
Η πίστη της εκκλησίας, έτσι όπως αναπτύχθηκε θεολογικά και βιώθηκε στην καθημερινή πράξη, σύμφωνα και με το λόγο των τριών Ιεραρχών, τη μνήμη των οποίων εορτάζει η εκκλησίας μας στις 30 Ιανουαρίου, κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, και αποτελεί και σήμερα την μοναδική και αληθινή πρόταση για την έξοδο από τον φαύλο κύκλο της βιολογικότητας.
Σύμφωνα με το λόγο των τριών ιεραρχών:
α. Ο άνθρωπος, λοιπόν, συνδέεται με τον Θεό και κατ’ εξοχήν με το αρχέτυπο Του, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Ο άνθρωπος ως πλάσμα Θεού, φέρει μέσα του θεϊκά γνωρίσματα και χαρίσματα, που συμπυκνώνονται στη φράση «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», αγάπη, ελευθερία, δημιουργικότητα. Καλείται ο άνθρωπος να καλλιεργήσει αυτά τα χαρίσματα και να ενωθεί με τη ζωή της Αγίας Τριάδος. «Τη προς Θεόν νεύσει θεούμενος» λέει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Οι Τρεις Ιεράρχες ερμηνεύουν το «κατ’ εικόνα Θεού», ως « κατ’ εικόνα Χριστού» γιατί ο Χριστός είναι το Αρχέτυπο του ανθρώπου, βάσει του οποίου δημιουργήθηκε ο άνθρωπος – ο Χριστός είναι η εικόνα του αόρατου Θεού – (Κολ. α΄ 14).
Για να πραγματοποιήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος τον προορισμό του πρέπει να βρίσκεται σε σχέση, αναφορά και κοινωνία με τον Χριστό. Γιατί στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού υπήρχε η κατά Σάρκα φανέρωση του Θεού – Λόγου. Ο Θεός – Λόγος , γίνεται άνθρωπος, γνωρίζεται από τον άνθρωπο ως Ιησούς Χριστός, ο οποίος ως εικόνα του αόρατου Θεού, εκπηγάζει όλα τα χαρίσματα που δωρίζονται στον άνθρωπο, κι ο άνθρωπος όταν μπει στην κοινωνία αγάπης που προσφέρει ο Χριστός, και ενωθεί μαζί του, εισέρχεται στη ζωή της Αγίας Τριάδος, που είναι κοινωνία αγάπης και ελευθερίας. Δηλαδή, όπως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν υπάρχει το καθένα για τον εαυτό του στο Άλλο, έτσι και ο άνθρωπος, θεώνεται – σώζεται, από τη στιγμή που προσφέρει από αγάπη τον εαυτό του στον Θεό και τους άλλους ανθρώπους.
«Τίποτα δεν είναι πιο κοντά στη φύση μας, λέει ο Μ. Βασίλειος, όπως το να επικοινωνούμε μεταξύ μας, να έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον και να αγαπάμε το ομόφυλο (τον συνάνθρωπο). «Γι’ αυτό όταν απουσιάζει η αγάπη, άπαξ δια παντός ο χαρακτήρας της εικόνας του ανθρώπου αλλοιώνεται, – τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος.
«Ας καρποφορήσουμε τους εαυτούς μας, ας γνωρίσουμε το αρχέτυπο, δηλαδή τον Χριστό, ας γνωρίσουμε την δύναμη του μυστηρίου και για ποιόν πέθανε ο Χριστός. Ας γίνουμε όπως ο Χριστός, επειδή κι ο Χριστός έγινε σαν κι εμάς, ας γίνουμε Θεοί γι’ Αυτόν, επειδή κι Εκείνος έγινε άνθρωπος για μας», μας προτρέπει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, γίνεται αληθινός – όντας άνθρωπος – όταν ανακαλύπτει μέσα από την σχέση του με τον Χριστό, την αγάπη του Θεού. Και μέσω αυτής της Αγάπης αγαπάει ολόκληρη την ανθρωπότητα, αλλά και κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο – τον πλησίον. Αυτή η αδιάκοπη προσφορά του εαυτού του στους άλλους, είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην πραγματοποίηση του προορισμού του – στη θέωση.
β. Ο άνθρωπος, όμως, δεν χρησιμοποίησε τον ορθό δρόμο, για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Αστόχησε στη χρήση της ελευθερίας του, κατακράτησε για αποκλειστική χρήση την αγάπη του Θεού και την μετέτρεψε σε φιλαυτία και εγωισμό. Έτσι στηρίζεται στην αυτονομημένη φύση του, την αποψιλώνει από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, και παραμένει στις φθοροποιές δυνάμεις της βιολογικής λειτουργίας δηλ. στη φθορά και στο θάνατο.
Οι Τρεις Ιεράρχες αποκαλύπτουν τον δεοντολογικό και κοσμολογικό χαρακτήρα της αμαρτίας. Υπογραμμίζουν πως δεν είναι μια ανεύθυνη αστοχία, ή ένα πνευματικό κατρακύλισμα η μια μόνο ηθική παρεκτροπή. Αλλά, είναι η εκούσια, άρνηση της πραγματικής ανθρώπινης φύσεως, που είναι δημιουργημένη, για να βρίσκεται σε αναφορά και κοινωνία με την πηγή τους, που είναι ο Θεός. Είναι η αυτονομημένη από την Χάρι του Θεού προσπάθεια να γίνει Θεός, χωρίς τον Θεό.
Με την αμαρτία ο άνθρωπος αρνείται και διαστρέφει την κοσμική τάξη της δημιουργίας. Αποξενώνεται από την αγάπη του Θεού, παύει να είναι πρόσωπο και ξεπέφτει στο να γίνει άτομο, δηλ. ένα απομονωμένο τμήμα της δημιουργίας. Αυτή η απομόνωση του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της εγωκεντρικότητάς του η οποία διασπά την ενιαία ανθρώπινη φύση σε διάφορα κομμάτια, που το ένα εναντιώνεται στο άλλο.
Η αμαρτία εμποδίζει τον άνθρωπο να δει στον άλλο την εικόνα του Χριστού. Ο άλλος είναι ο ανταγωνιστής και αντίπαλος, που απειλεί να καταστρέψει την ύπαρξή Του. Επειδή όμως ο άνθρωπος αισθάνεται πως έχει δημιουργηθεί, για να μην εξαφανισθεί, αμύνεται με τον εγωισμό του, που όμως στηρίζεται στις δυνάμεις της φύσεώς του. Η βιολογική αυτοσυντήρηση φανερώνει τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στο αδιέξοδο της φθοράς και του θανάτου. Επιχειρεί όμως την υπέρβαση του θανάτου με την χρονική παράταση της επιβίωσης του ή και με το να τον διαγράφει από τη σκέψη και τον λογισμό Του.
γ. Την ανάκληση του ανθρώπου από την φθορά και τον θάνατο, αναλαμβάνει ο Θεός – Λόγος με την ενανθρώπησή Του. Ο Χριστός είναι ο πλήρης, σωστός και αληθινός άνθρωπος. Κάνει αυτό που δεν κάνει ο άνθρωπος. Δεν κινείται «αυτοδικαίως», αλλά «αδειάζει» – βγαίνει – , έξω από τη θεότητά του και παίρνει μορφή δούλου. Ενώνει στην Ύπαρξή Του τη Θεία με την ανθρώπινη φύση.
Οι Τρεις Ιεράρχες υπογραμμίζουν αυτή τη θεμελιώδη υπαρξιακή αλήθεια και λένε ότι τώρα ο άνθρωπος, εν Χριστώ, έχει ξανά τη δυνατότητα να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό. Ο άνθρωπος έχει κληθεί από το Πρόσωπο του Κυρίου να μετάσχει στη Ζωή Του, που είναι το μυστήριο της εκκλησίας. Εκκλησία σημαίνει κοινωνία της αγάπης του Χριστού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται μόνος και αποξενωμένος. Μπορεί πάλι να αγαπηθεί και να αγαπήσει μέσα από τον Χριστό, το Θεό και όλους τους ανθρώπους. Μέσα από την ζωντανή σχέση του με τον Χριστό ο άνθρωπος, δεν καθορίζεται από την φυσική και βιολογική αναγκαιότητα, αλλά ελευθερώνεται από τη φθορά και τον έσχατο εχθρό του, τον θάνατο. Αυτή η κυκλοφορία της αγάπης του Θεού στον κόσμο και τον άνθρωπο, τελετουργείται με την Σταυρική θυσία του Χριστού.
«Εδεήθημεν Θεού σαρκομένου και νεκρομένου, ίνα ζήσωμεν» , τονίζει, ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ο Χριστός, ο οποίος είναι το πλήρωμα της θείας ζωής, με τον εκούσιο θάνατό του, θανατώνει τον θάνατο. Μέσα στον Χριστό: ζει ο Θεός μέσα στον άνθρωπο και ο άνθρωπος μέσα στο Θεό. Όλη αυτή η καινούργια πραγματικότητα τη βιώνει ο άνθρωπος μέσα στην εκκλησία. «Γιατί η εκκλησία έχει γίνει – τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος – , όχι για να είναι διαιρεμένοι όσοι είναι σ’ αυτή, αλλά ενωμένοι». « Ζώντας τη χαρά της Αναστάσεως, καλούμαστε να αγαπήσουμε τους πάντες, κι όχι μόνο όσους μας αγαπούν,» συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει» προτρέπει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος. «Εφόσον ο Χριστός έχει γίνει η ζωή μας, καθετί που πράττουμε ή λέμε πρέπει να αποπνέει, να φανερώνει αυτή τη ζωή» – υπενθυμίζει ο Μ. Βασίλειος.
Η υπέρτατη αξία του ανθρώπου, κατά τους Τρείς Ιεράρχες – . συνίσταται στη δυνατότητα μετοχής του στο Σώμα της Εκκλησίας, όπου μέσα από το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, του προσφέρεται η θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου. Τα πάντα μέσα στη ζωή της εκκλησίας είναι, και πρέπει να είναι, μια αδιάκοπη αναφορά και προσφορά στο Θεό. « Τα σα εκ των σων, σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».
δ. Οι Τρεις Ιεράρχες τα παραπάνω έκαναν έργο – πράξη. Με το ποιμαντικό τους έργο αγκάλιασαν ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. Του έδειξαν κατανόηση, συμφιλίωση, συγκατάβαση. Τον βοήθησαν να καταλάβει ότι η ζωή του περιτριγυρίζεται και αναπτύσσεται γύρω από τρεις αλήθειες: την πίστη, την ελπίδα, και την αγάπη.
Η πίστη του ανθρώπου στον Θεό δεν είναι επιγέννημα της νοήσεως και της σκέψεως αποκλειστικά, αλλά είναι και παράδοση της υπάρξεως του ανθρώπου στο Θεό και την πρόνοιά Του. Ο άνθρωπος παραδίδεται και εμπιστεύεται το Θεό, γιατί είναι ο Θεός που στο πρόσωπο του Μονογενούς του Υιού φανερώνεται και «παραδίδεται» στον άνθρωπο – «γίνεται ιλασμός περί των αμαρτιών μας» (εξιλέωση).
Η προσωπική αυτή πίστη του ανθρώπου προς τον Θεό συνδέεται αναπόσπαστα με την αγάπη. Είναι η αγάπη που βοηθά τον άνθρωπο να παραδώσει τον εαυτό του στο Θεό. Η αμαρτία είναι «η κατάψυξη της αγάπης». Γι’ αυτό ο άνθρωπος που δεν καλλιεργεί στην καρδιά του την αγάπη, δεν μπορεί να πιστέψει στο Θεό και στους ανθρώπους. « Από την σκληροκαρδία γεννιέται η απιστία – λέει ο ιερός Χρυσόστομος – , και γι’ αυτό οι ψυχές που έχουν σκληραθεί δεν υπακούουν στο λόγο του Θεού». Ο Μ. Βασίλειος μας λέει: «να μην ατιμάζουμε τον Χριστό που είναι η κεφαλή όλων μας, φερόμενοι με παραφροσύνη και απανθρωπιά στους ανθρώπους».
Έτσι ο άνθρωπος που αποδέχεται την πίστη και την αγάπη τρέφει την ύπαρξή του με το θεϊκό δώρο της ελπίδας. Η ελπίδα ανήκει στην ουσία της ανθρώπινης φύσης. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ελπίζει. Αυτό οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια διαρκή πορεία και οδοιπορία. Το παρόν του ανθρώπου ρυθμίζεται από το μέλλον του – από την βασιλεία του Θεού , που είναι η ζωή της Αγίας Τριάδος. Η πορεία του ανθρώπου στηρίζεται στην ελπίδα του στον Θεό, που εκφράζεται στο πρόσωπο του Χριστού.
«Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας – λέει ο Απόστολος Παύλος – , κι η ελπίδα αυτή τελικά δεν απογοητεύει. Μάρτυρες γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας».
Η ζωή και το έργο των Τριών Ιεραρχών μαρτυρούν ακριβώς γι’ αυτή την ελπίδα – του Χριστού. Μακάρι να γίνει η ζωή της ζωής μας.
π. Παναγιώτης Ρόδης