Συλλογίσου αγαπητέ, πως το Πανάγιον Πνεύμα όταν κατέβη εις το υπερώον εν είδει πυρίνων γλωσσών, ωσάν ένας σφοδρότατος άνεμος και βροντή, εγέμισεν όλον τον οίκον, εις τον οποίον ήσαν καθήμενοι οι θείοι Απόστολοι και επροσηύχοντο· «και επλήρωσε τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· και τον έκαμεν ωσάν μίαν κολυμβήθραν, ως λέγει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά να βαπτίση τους Αποστόλους με την θείαν χάριν του, περί του οποίου τούτου βαπτίσματος προείπεν εις αυτούς ο Κύριος· «υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας (Πραξ. α´ 5).
Επλήρωσε δε τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αυτόν απεργαζομένη πνευματικήν, και πληρούσα την του Σωτήρος επαγγελίαν, ην και αυτήν αναλαμβανόμενος προς αυτούς έλεγεν, ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω…αλλά και την κλήσιν ην αυτοίς επέθηκεν, επαληθεύουσαν έδειξε· διά γαρ του εξ ουρανού τούτου ήχου, όντως υιοί βροντής γεγόνασιν οι Απόστολοι» (Λόγος εις την Πεντηκ.) Τότε δη τότε αυτό το Πανάγιον Πνεύμα ενήργησεν εις τους Αποστόλους τρεις μεταβολάς (και αυταί αι μεταβολαί είναι κυρίως ο καρπός και των παρόντων πνευματικών γυμνασμάτων).
Η α´ μεταβολή ήτο του νοός των Αποστόλων, η οποία μετέβαλεν εις αυτούς εκείνας τας πρώτας ιδέας όπου είχον περί των πράγματων του κόσμου τούτου και τους έκαμε να γνωρίσουν καθαρά το ταπεινόν και μάταιον των παρόντων αγαθών, και εξεναντίας να γνωρίσουν το μεγαλείον και αιώνιον των μελλόντων, ώστε εκείνοι οι ίδιοι όπου ολίγον προτήτερα φιλονικούσαν αναμεταξύ τους ποίος από αυτούς να ήτο ο πρώτος και μεγαλύτερος· «εγένετο δε και φιλονικία εν αυτοίς το τις αυτών δοκεί είναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ύστερα αφ’ ου έλαβαν το Πνεύμα το Άγιον, εμετρούσαν διά μεγάλην ευτυχίαν, το να είναι μικρότεροι από όλους· το να καταφρονούνται από όλους διά τον Χριστόν και το να λογίζωνται ασθενείς, μωροί, άτιμοι, όνειδος, σκύβαλα και σκουπίδια του κόσμου και των ανθρώπων· «ημείς μωροί διά Χριστόν, ημείς ασθενείς, ημείς άτιμοι, ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα αδελφέ στοχάσου ανίσως έγινε και εις εσέ αυτή η μεταβολή του νοός διά μέσου τούτων των πνευματικών γυμνασμάτων όπου ανάγνωσες και έως εις ποίον βαθμόν έφθασες, διότι ανίσως και έως τώρα ενόμισες ένα μεγάλον καλόν, το να σε τιμούν και να σε έχουν οι άνθρωποι εις υπόληψιν, το να ζης εις την καρδίαν πάντων, ήγουν το να σε αγαπούν όλοι, το να γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ηδοναίς και να εξοδεύης εις αυταίς τον καιρόν όπου σου εδόθη διά να κερδίσης τα αιώνια αγαθά και το να ζης με τέλη και αντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν είναι ότι ο νούς σου ωδηγείτο έως τώρα από το πνεύμα του κόσμου και όχι από το Πνεύμα του Θεού και πρέπει διά τούτο να λυπήσαι και να μετανοής διότι απέθανεν ο Χριστός και ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς, όχι διά να σου δώση το πνεύμα του κόσμου.’Aλλα διά να σου δώση το Πνεύμα το ιδικόν του και εσύ με την κακήν ζωήν όπου έζησες δεν έγινες δεκτικός του θείου του Πνεύματος· «ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού» (Α´ Κορ. β´ 12).
Πρέπει όμως από τώρα και ύστερα να είσαι αποφασισμένος να κάμνης όλα τα εναντία, ήγουν να οδηγήσαι με τας διδασκαλίας του Ευαγγελίου και του Αγίου Πνεύματος, και να μη λογιάζης άλλην τιμήν, παρά εκείνην όπου σε μεγαλύνει εμπρός εις τον Θεόν και να μη ψηφάς άλλο καλόν, παρά εκείνο όπου σου προξενεί την απόλαυσιν του Παραδείσου.
Είναι καλόν σημάδι πως η χάρις του Αγίου Πνεύματος άρχισε να φωτίζη τον νούν σου και θέλει να σε μεταβάλη από εκείνον όπου ήσουν εις άνδρα άλλον, καθώς είναι γεγραμμένον περί του Σαούλ· «και εφαλείται επί σε Πνεύμα Κυρίου, και στραφήση εις άνδρα άλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) και πρέπει διά τούτο να χαίρης και να ευχαριστής τον Κύριον όπου σε εφώτισε με το Άγιόν του Πνεύμα, διά να μη περιπατής πλέον ωσάν νήπιος, αλλά ωσάν άνδρας τέλειος· «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος εφρόνουν ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· και διά να μη ακολουθής πλέον το φρόνημα της σαρκός όπου είναι θάνατος αλλά το φρόνημα του Πνεύματος όπου είναι ζωή· «το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος· το δε φρόνημα του Πνεύματος, ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αισχύνθητι λοιπόν διά την περασμένην ζωήν όπου έζησες όχι ωσάν οικείος του Χριστού, αλλά ωσάν ξένος και αλλότριος, με το να μη είχες το Πνεύμα του Χριστού, επειδή κατά τον Απόστολον· «ει τις Πνεύμα του Χριστού ουκ έχει ούτος, ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η´ 9). Και παρακάλεσαι ταπεινώς το Άγιον Πνεύμα να μεταβάλη τελείως τον νούν σου εις το θείον του θέλημα, φωτίζωντάς τον με την χάριν του. Όχι κατά την επιφάνειαν αλλά κατά βάθος διά να μη υστερηθής και εσύ τον φωτισμόν και την χάριν του και να λέγης με τον Δαβίδ· «και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού» (Ψαλμ. λζ´ 10)· αλλά μάλλον να λαμβάνης επάνω εις τον αμυδρότερον φωτισμόν, άλλον καθαρώτερον και λαμπρότερον φωτισμόν και να λέγης· «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε´ 10).
Πως δε να συγκρατής τον φωτισμόν τούτον του Αγίου Πνεύματος εις τον νούν σου και πως να μη τον αφήσης να σβύση; Άκουσον τι σου λέγει ο θείος Χρυσόστομος· καθώς το φως του λύχνου με το λάδι ανάπτει και συγκρατείται, και όταν σωθή το λάδι τότε σβύνει και αυτό, έτσι και η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανάπτει και μας φωτίζει, όταν έχωμεν καλά έργα, και ελεημοσύνην εις την ψυχήν μας. Όταν δε τα καλά έργα λείψουν και η ελεημοσύνη, αναχωρεί από ημάς και το φως του Αγίου Πνεύματος· «καθάπερ γαρ το λυχνιαίον φως ελαίω κατέχεται και αναλωθέντος τούτου, κακείνο σβέννυται, ούτω δη και η του Πνεύματος χάρις, παρόντων μεν ημίν έργων αγαθών, και ελεημοσύνης πολλής επιχεομένης τη ψυχή, μένει καθάπερ ελαίω κατεχομένη η φλοξ· ταύτης δε ουκ ούσης, άπεισι και αναχωρεί» (Τομ. Θ´ λόγος 55). Καθώς και το Πνεύμα Κυρίου όπου εδόθη εις τον Σαούλ, ανεχώρησεν από λόγου του με το να μη είχε γνώμην ορθήν και έργα θεάρεστα· «Πνεύμα Κυρίου απέστη από Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τούτο και ο Παύλος παραγγέλει γράφων· «το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γαρ ο μέγας Βασίλειος και καθώς άλλη μεν θερμότης ευρίσκεται εις τα σώματα καθ’ έξιν πολυχρόνιος, άλλη δε κατά διάθεσιν ολιγοχρόνιος, έτσι και το Πνεύμα το Άγιον, εις άλλους μεν παραμένει καθ’ έξιν διά την στρεότητα της καλής των γνώμης, ως ηκολούθησεν εις τον Ελδάδ και Μωδάδ, περί των οποίων γράφουσιν οι αριθμοί, ότι επροφήτευον πάντοτε· εις άλλους δε μόνον ευρίσκεται ως διάθεσις, και γρήγορα αναχωρεί διά το αστερέωτον της γνώμης των, ως ηκολούθησεν εις τον Σαούλ και εις τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οι οποίοι μίαν φοράν μόνον επροφήτευσαν, και ύστερον έχασαν της προφητείας το χάρισμα. Ως εν σώμασιν υγίεια, ή θερμότης, ή όλως ευκίνητοι διαθέσεις, ούτω και εν ψυχή πολλάκις υπάρχει το πνεύμα, τοις διά το της γνώμης ανίδρυτον ευκόλως ην εδέξατο χάριν απωθουμένοις οίος ο Σαούλ και οι πρεσβύτεροι οι εβδομήκοντα των υιών Ισραήλ, πλην του Ελδάδ και Μωδάδ· «τούτοις γαρ μόνοις εκ πάντων φαίνεται παραμείναν το Πνεύμα· και όλως ει τις τούτοις την προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί του Αγίου Πνεύματος).
Συλλογίσου αγαπητέ την β´. μεταβολήν όπου έκαμε το Πανάγιον Πνεύμα εις την καρδίαν των Αποστόλων, οι οποίοι εις την αρχήν ήσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, όπου διά να φυλάξουν την ζωήν τους, ο ένας άφησε τον διδάσκαλόν του εις το πάθος και έφυγε γυμνός· «και εις τις νεανίσκος ηκολούθει αυτώ περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού… ο δε καταλιπών την συνδόνα γυμνός έφυγεν απ’ αυτών» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Ούτος ήτο ο αδελφόθεος Ιάκωβος, όστις εφόρει ένα μόνον ιμάτιον εις όλην του την ζωήν, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος), ο άλλος τον ηρνήθη και όλοι οι άλλοι ανεχώρησαν· «και αφέντες αυτόν πάντες έφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Και τόσον ήσαν τρομαγμένοι ωσάν λαγωοί όπου έστεκαν κεκλεισμένοι από τον φόβον τους μέσα εις το υπερώον και δεν ετόλμων να εύγουν έξω σχεδόν εις όλον το διάστημα των πεντήκοντα ημερών όπου επέρασαν μετά την Ανάστασιν αλλ’ αφ’ ου κατέβη εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα, μετέβαλε την ασθένειαν της καρδίας των εις ανδρείαν και γενναιότητα.