Συμπληρώθηκε την Δευτέρα, 1η Μαΐου, ένας χρόνος από την αιφνίδια εκδημία ενός αγωνιστού Ιεράρχη, του μακαριστού Δράμας κυρού Παύλου, ο οποίος εκοιμήθη σε ηλικία 59 ετών από έμφραγμα του μυοκαρδίου, στα 2022.
Ο μακαριστός υπήρξε πρότυπο αρχιερέως, φιλακόλουθος, φίλεργος, ένθερμος πατριώτης, ευθυτενής ωσάν παλαιοδιαθηκικός λευίτης, σεμνός και ιδιαίτερα αγαπητός στον κόσμο.
Ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθωρίου κ. Παντελεήμων, τότε Τοποτηρητής της Μητροπόλεως Δράμας, κληθείς να αναφερθεί στο πρόσωπο του μακαριστού, είχε τονίσει: «Ο Κύριος να τον αναπαύσει μεταξύ των αγίων Ιεραρχών που κυκλώνουν το αέναο θυσιαστήριο στην αέναη ουράνια θεία λειτουργία. Έχει γράψει το όνομά του καί στις καρδιές των ανθρώπων, αλλά καί στα έργα που επιτέλεσε κατά την εδώ ιεραρχεία του».
Και, πράγματι! Ο μακαριστός μητροπολίτης κυρός Παύλος είχε αγγίξει τις καρδιές των ανθρώπων, κάτι όχι τόσο σύνηθες σήμερα. Αφουγκραζόταν τις ανάγκες και τα όνειρά τους, τις ελπίδες και προσδοκίες τους και εργαζόταν σκληρά, διακονώντας κάθε πονεμένο, κάθε άνθρωπο γύρω του.
Είχε ποντιακή καταγωγή, κάτι για το οποίο καυχιόταν ιδιαίτερα.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει, περίπου ένα χρόνο προ της εκδημίας του στο «pontosnews.gr», είχε αναφερθεί με καμάρι και τιμή στις ποντιακές καταβολές του, κάνοντας ειδική αναφορά στην προγιαγιά του, Ελένη Κωφίδου: «Η προγιαγιά μου, Ελένη Κωφίδου-Σιαμανίδου, από την ενορία Σιαμανάντων της Κρώμνης και ανιψιά του εθνομάρτυρα Ματθαίου Κωφίδη, την οποία πρόλαβα εν ζωή, μού είχε διδάξει την ορθόδοξη ευσέβεια της Ρωμιοσύνης. Με το χεράκι της με οδήγησε στην ενορία του Αγίου Δημητρίου Νάουσας, όπου κατοικούσαμε», ανέφερε ο μακαριστός.
Και συμπλήρωνε: «Διάβαζα πολύ τα ευθυμογραφήματα της Στοφορίνας. Τα διάβαζα εκφώνως κι έτσι απέκτησα επαφές με την ποντιακή διάλεκτο, την οποία καλλιέργησα ενσυνείδητα. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, βρέθηκα με μία από τις γιαγιάδες μου στην Παναγία Σουμελά. Εγώ μιλούσα ποντιακά, αλλά με μία παιδική προφορά, η οποία είναι πιο σκληρή. Η γιαγιά μου μού έλεγε να μη μιλάω, για να μη φαίνομαι διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Με όλα αυτά σιγά-σιγά καλλιέργησα την ποντιακή λαλιά και μέσα από τις διηγήσεις μυήθηκα στην ιστορία του Πόντου».
Μόνιμη μέριμνά του και συνάμα το παράπονό του ήταν η απουσία ουσιαστικής πρωτοβουλίας και δραστηριότητας, Εκκλησίας και Πολιτείας, προκειμένου διεθνώς να αναγνωριστεί η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σχετικά με αυτό, είχε τονίσει: «Η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος ούτε κάνει, ούτε έχει διάθεση να κάνει κάτι για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Πέρα από κάποιες κινήσεις εντυπωσιασμού ή ανάγκης δεν κάνει τίποτα. Όλοι θα πρέπει να πέσουν πάνω στις ελληνικές κυβερνήσεις για το θέμα αυτό, διότι κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. Αν θέλετε περισσότερες διευκρινίσεις γι’ αυτό που λέω, μπορείτε να μελετήσετε τι κάνει το Ισραήλ για τα δικά του θέματα και τι κάνει το ελληνικό κράτος. Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος σαμποτάρει την υπόθεση αυτή ή τη χρησιμοποιεί κατά το δοκούν, όταν οι περιστάσεις ευνοούν. Από την άλλη πλευρά και εμείς οι Πόντιοι είμαστε εύκαιροι και αφελείς. Θεωρούμε ότι με το να γεμίσουμε την Ελλάδα με μάρμαρα, επιτελέσαμε το χρέος μας. Όμως, έτσι ουσιαστικά ικανοποιούμε την προσωπική στοχοθεσία κάθε τοπάρχη».
Επί ηγουμενίας του, η Μονή Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο, την οποία ανέλαβε στα 1992, αναβαθμίστηκε από κάθε άποψη. Μεταξύ άλλων, επιμελήθηκε στη μονή πολύ σημαντικά και μεγάλης συναισθηματικής αξίας αντικείμενα από τον Πόντο, τα οποία τοποθέτησε με τα ίδια του τα χέρια και με μεγάλο σεβασμό στο κειμηλιοφυλάκειο.
Η εκδημία του Δράμας Παύλου έκανε αυτόματα την τοπική Εκκλησία φτωχότερη, μαζί και την Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς, κατά γενική παραδοχή, αναστήματα της δικής του ποιότητας και ανθρωπιάς δεν περισσεύουν πολλά γύρω μας.
Παύλου, του μακαριστού Μητροπολίτου Δράμας, αιωνία η μνήμη!
Ποιος ήταν ο μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας Παύλος:
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας κυρός Παύλος (κατά κόσμον Αλέξανδρος Αποστολίδης) γεννήθηκε στη Βέροια το 1963. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, φοίτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Λαμίας και αργότερα εισήχθη στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με την ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών του, το 1988, συνέχισε σε μεταπτυχιακό επίπεδο, λαμβάνοντας το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στα 1995 και, ακολούθως, το διδακτορικό του, στα 2002.
Χειροτονήθηκε διάκονος το 1983 και πρεσβύτερος το 1988 υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Βεροίας κυρού Παύλου. Διετέλεσε εφημέριος του Ιερού Ναού Οσίου Αντωνίου, πολιούχου της Βέροιας, και, στη συνέχεια, το 1991, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά και πρώτος αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Πανελληνίου Ιδρύματος Παναγία Σουμελά. Συνέγραψε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Πραγματοποίησε πολλές ομιλίες και διαλέξεις και έλαβε μέρος σε εκκλησιαστικές αποστολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στις 5 Οκτωβρίου 2005, εξελέγη Μητροπολίτης Δράμας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και χειροτονήθηκε Επίσκοπος στις εννέα του ίδιου μήνα.