Dogma

Με ευλαβικό δέος

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς∙ Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Την ερώτηση αυτὴ έκανε ο Χριστὸς ενώ «οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν». Οι γύρω Του κοιτάζουν παραξενεμένοι. Ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητὲς δεν κρατήθηκαν: «Τί λες, Δάσκαλε, του είπαν τα πλήθη του λαού σε έχουν περικυκλωμένο, σε συνθλίβουν και συ λες, ποιὸς με άγγιξε;». Και όμως κάποιος με άγγιξε μ’ έναν τρόπο εντελώς ξεχωριστὸ, επιμένει ο Κύριος. «Όταν είδε η γυναίκα ότι δεν διέφυγε την προσοχή του Χριστού, ήλθε με τρόμο, έπεσε στα πόδια Του και Του είπε μπροστὰ σ’ όλο τον κόσμο την αιτία, για την οποία Τον άγγιξε, και πως αμέσως θεραπεύθηκε».

Το ιδιαίτερο που υπάρχει στην προσέγγιση της πονεμένης εκείνης γυναίκας, το αποκαλύπτουν ολοζώντανα οι λίγες λέξεις που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστὴς για να περιγράψει τη σκηνή. «Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Η λέξις «ὄπισθεν» δείχνει περισσότερη προσπάθεια. Κυρίως όμως αποκαλύπτει σεβασμό, δέος. Άρρωστη γυναίκα αυτή, έσκυψε μέσα στο πλήθος, την ώρα που εκείνο μετεκινείτο, για να πιάσει το κράσπεδο του ιματίου.

Κι αυτό, διότι δεν ένοιωθε τον εαυτό της άξιο να κάνει κάτι άλλο, να γονατίσει εμπρὸς στον Χριστό, να Του μιλήσει, να Τον παρακαλέσει, να πιάσει το χέρι Του. Μ’ αυτὸ τον τρόπο άγγιξε τον Ιησού η αιμορροούσα: μ’ ένα απέραντο δέος. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που αυτὴ η επικοινωνία δεν είχε στην αρχὴ κανένα διάλογο, ήταν αληθινὰ συγκλονιστικὴ και αποτελεσματική. Και η γυναίκα την ένοιωσε μ’ ένα μοναδικὸ τρόπο «και αμέσως σταμάτησε η αιμοραγία της». Αλλὰ και ο Κύριος αισθάνθηκε έντονα το γεγονός. «Ἥψατό μου τις», είπε, «ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ». Πιθανώς σήμερα να κοινωνήσουμε. Όχι απλώς θα αγγίξουμε, αλλά θα πάρουμε μέσα μας τον Κύριο. Μήπως όμως στη συνέχεια θα ξαναγυρίσουμε στα παλιά μας πάθη, στις επιπόλαιες συζητήσεις, στις φωνές και τούς θυμούς μας, αφήνοντας τις κακές μας συνήθειες να μας διευθύνουν, σαν να μη συνέβη τίποτε;

Σαν τα πλήθη κι εμείς εκείνης της μέρας τρέχουμε πίσω από τον Ιησού. Κάποτε Τον ακουμπούμε, πιθανώς το κύμα του όχλου να μας ρίχνει επάνω Του να Τον «συνθλίβουμε», όμως συνήθως δεν κατορθώνουμε να έχουμε μία προσωπική, αποτελεσματική επαφή. Δεν Τον πλησιάζουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να πεί για μας «ἤψατό μου τίς;». Η ατονία της θρησκευτικότητας μας οφείλεται στην βαθμιαία απογύμνωσί της από το δέος. Δεν διατηρούμε ζωηρή την αίσθηση του μεγαλείου του Θεού, τη συναίσθηση της μηδαμινότητάς μας. Γι’ αυτό τόσο συχνά παγώνει η προσευχή και οι λέξεις της κυλούν ψυχρά, από τα χείλη μας, ανίκανες να θερμάνουν την ψυχή μας.

Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής