Η ποιότητα του εκφερόμενου λόγου είναι συνήθως προβληματική και αμφίβολη, αναφέρεται στην καθημερινότητα και το τελικό βεληνεκές του λόγου δεν μπορεί να ξεπεράσει την μιζέρια του σήμερα.
Το δικαίωμα λόγου και έκφρασης είναι αυτονόητο στην δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία μας και θεωρείται αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. Κανείς δεν μπορεί να το περιορίσει και ούτε θα ήταν σωστό. Εδώ εξακολουθεί να ισχύει το απόφθεγμα πνευματικής ανεκτικότητας του Βολταίρου: «Δεν συμφωνώ με τίποτα από όσα λες, θα υπερασπίζω όμως, και με το τίμημα της ζωής μου ακόμη, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες όσα πρεσβεύεις».
Είναι αυτονόητο πως η Εκκλησία δεν θεωρεί πως πρέπει να υπάρχει περιορισμός στο δικαίωμα του ανθρώπου να εκφέρει λόγο και να έχει σκέψη. Ενίοτε όμως η Εκκλησία κάνει λόγο για μια εκούσια παραχώρηση του δικαιώματος του λόγου, ενίοτε η Εκκλησία συστήνει στον άνθρωπο τη σιωπή ως μέσο γνήσιας επικοινωνίας με το Θεό και το συνάνθρωπο, ως αφορμή για να αφουγκραστεί ο άνθρωπος τον εσωτερικό του κόσμο και να πιαστεί από τις άκρες των αισθημάτων του, τα οποία συνήθως η άκρατη λογοδιάρροια καταπνίγει.
Ο Χριστός καθ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας δράσης Του κήρυττε, χρησιμοποιούσε το λόγο ως Λόγος του Θεού. Στο κρισιμότερο σημείο της παρουσίας του στον κόσμο όμως απέφυγε να μιλήσει. Στη Γεθσημανή άφησε τους μαθητές μόνους τους και πήγε να προσευχηθεί στο Θεό – Πατέρα Του. Στην ανάκριση του Πιλάτου ήταν σιωπηλός, «ουδέν απεκρίνατο, ώστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν». Και το αυτό στο Σταυρό, στους ονειδισμούς των Ιουδαίων και στις προτροπές τους να κατεβεί από το Σταυρό για να τον πιστέψουν, η σιωπή ήταν η απάντησή Του.
Είναι μια προτροπή η στάση αυτή του Χριστού, την οποία η Εκκλησία την επιδοκιμάζει και εφαρμόζει στην νηπτική άσκηση της ιστορίας της. Όταν μιλά κανείς διαρκώς, δεν έχει τη δυνατότητα να σταθεί και ν’ ακούσει τον εαυτό του, γιατί ο λόγος παίρνει συνήθως το χαρακτήρα της αυτοδικαίωσης, μιας διαρκούς απολογίας απόψεων, ιδεών, κινήτρων πράξεων. Βέβαια ο λόγος είναι η κατεξοχήν λειτουργία της επικοινωνίας και κοινωνίας, ωστόσο η κατάχρησή του αναιρεί αυτή τη δυνατότητα, γιατί δεν αφήνει περιθώρια να ακούσει κανείς τον Άλλο, είτε αυτός είναι η συνείδηση του ανθρώπου, είτε ο συνάνθρωπος, είτε η κοινωνία.
Χρειάζεται εκείνη η μυστική θεώρηση των πραγμάτων, που βασίζεται στην λαλούσα σιωπή. Στην κακία του κόσμου, στην ύβρη και την περιφρόνηση, στον ακατάσχετο ακτιβισμό, η σιωπή της προσευχής, η σιωπή της υπομονής, η σιωπή της αγάπης δίνει το μυστικό εκείνο νόημα του Ουρανού. Ιδίως στις μέρες μας, τις τόσο πολύβουες και ελάχιστα νηπτικές.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός