Τα δάκρυα εκφράζουν την μετάνοια, αλλά και την υποκρισία. Είναι το προτέρημα των ηθοποιών και των ερωτευμένων. Ανήκουν στη φύση ή είναι «υπέρ την φύσιν». Γιατί τα δάκρυα ενίοτε αποτελούν το δώρο του Θεού στον άνθρωπο, ο οποίος αξιώνεται να γευτεί και να δει με τα μάτια του σώματος και της ψυχής τον Πλαστουργό του, Αυτόν που του προσφέρει την κοινωνία της όντως Ζωής.
Η Εκκλησία την Μεγάλη Τετάρτη μας υποδεικνύει μία αντίθεση δακρύων. Η πόρνη γυναίκα με τα δάκρυα της μετανοίας και το μύρο της αγάπης έλαβε την άφεση των αμαρτιών της από τον Κύριο, λυτρώθηκε και ξαναβρήκε την οδό προς το Θεό, χωρίς να έχει από πριν καμία σχέση μαζί Του. Ο Ιούδας, με τα δάκρυα της υποκρισίας, κατέκρινε το μύρο της αγάπης και απλώνοντας τα χέρια του στους παράνομους, αντάλλαξε την ύπαρξή του με τα αργύρια, προδίδοντας τη σχέση του με την όντως Ζωή, που είναι ο Χριστός. Ο ίδιος άνθρωπος κλείνει μέσα του δύο όψεις. Στην κρίσιμη όμως στιγμή, ο παρονομαστής των δακρύων οδηγεί στο θρίαμβο της αγάπης ή στην ήττα του θανάτου.
Μία από τις μεγάλες αιρέσεις στην Ιστορία των Θρησκειών ήταν ο μανιχαϊσμός. Οι οπαδοί του θεωρούν ότι στον κόσμο συγκρούονται δύο αντίθετες δυνάμεις, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού. Από αυτή την πρωταρχική σύγκρουση ξεπηδούν αντιθετικά δίπολα, το φως και το σκοτάδι, το μίσος και η αγάπη, ο πόλεμος και η ειρήνη, οι καλοί και οι κακοί. Αυτά δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ή ανήκει κανείς στην μία μερίδα ή στην άλλη. «Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». «Όποιος δεν μας ακολουθεί, ανήκει στις δυνάμεις του κακού». Και αποστολή του καλού είναι να εξοστρακίσει το κακό και κάθε φορέα του, ανεξαρτήτως ιδιότητας, αξιώματος, ιδεολογίας, ηθικής υπόστασης.
Η Εκκλησία ποτέ δεν δέχτηκε ότι το κακό υπάρχει από μόνο του. Καταλαμβάνει το κενό που αφήνει η ελεύθερη άρνηση του καλού από τους αγγέλους, που γίνονται δαίμονες, και τους ανθρώπους, που πεθαίνουν χωρίς το Θεό, τον φορέα του καλού. Το κακό, η αμαρτία, το σκοτάδι, το μίσος δεν είναι θεοί. Συνυπάρχουν μέσα μας με το καλό, τη ζωή, την κοινωνία, το φως, την αγάπη, γιατί μπορεί να αμαρτήσαμε, αλλά ο Θεός και οι ιδιότητές Του δεν παύουν να υπάρχουν μέσα μας.
Ο Κύριος είπε ξεκάθαρα ότι «όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας». Οι ισχυροί του κόσμου, χρησιμοποιώντας με τραγικό τρόπο την ιδιότητα του χριστιανού, ταυτίζονται με τον Ιούδα και τα δάκρυα της υποκρισίας του. Ταυτίζονται με τον αρρωστημένο μανιχαϊσμό και θέλουν να επιβάλουν την κατ’ αυτούς λογική του καλού, που ταυτίζεται με τα συμφέροντα τους. Όσους δεν συμφωνούν, τους βάζουν στη θέση της πόρνης γυναίκας. Και δεν θέλουν να προσέξουν τη στάση του Κυρίου, ο οποίος αρνείται τα δάκρυά τους και αποδέχεται τα δικά της, γιατί και η πιο ταλαιπωρημένη από την αμαρτία ανθρώπινη ύπαρξη δε χάνει το δικαίωμα της σωτηρίας και της επιστροφής σ’ Αυτόν που αγαπά «πάντας ανθρώπους».
Το δίλημμα «με ποιον είμαστε;», προσωποποιημένο στην εξουσία, στο κομμάτιασμα, τις αμαρτίες των κάθε λογής πρωταγωνιστών και ηθοποιών του κόσμου τούτου, δεν έχει σχέση με το πνεύμα του Κυρίου. Όποιος ζει την μετάνοια, συναισθάνεται τι του λείπει και αγαπά, αυτός είναι κοντά του. Ακόμα κι αν λειτουργεί πορνικά. Όποιος αυτοδιορίζεται συνήγορος του καλού, είναι υποκριτής. Και διαλέγει τελικά τον θάνατο. Γιατί κοιτά το συμφέρον του και δεν αγαπά. «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των ουρανών». Γιατί μόνο οι άνθρωποι που πονάνε για τα λάθη τους και αγαπούνε, μόνο αυτοί που δακρύζουν με ειλικρίνεια μπορούν να δούνε τον Ιησού Χριστό ως Αυτόν που πραγματικά είναι: τον προσωπικό Θεό και Σωτήρα μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός