Στα λαϊκά θρησκευτικά έθιμα του ελληνικού λαού η εβδομάδα πριν το Πάσχα θεωρείται από τις αγιότερες και πλέον σεβάσμιες χρονικές περιόδους του ετήσιου εορτολογικού κύκλου.
Η Μεγάλη Δευτέρα είναι μέρα γενικού καθαρισμού των σπιτιών και ασβεστώματος των κοινόχρηστων χώρων και των αυλών, εν όψει της μεγάλης εορτής του Πάσχα. Σε ορισμένους τόπους τα παιδιά του χωριού πραγματοποιούσαν μια αγερμική περιφορά στα σπίτια, με τραγουδάκια, ευχές και επωδές που συχνά στρέφονται κατά των βλαπτικών εντόμων, όπως οι ψύλλοι.
Στη θρακική Μάδυτο, για παράδειγμα, τα παιδιά κρατούσαν ξύλινο σταυρό με μύρτα, και στα σπίτια όπου πήγαιναν τραγουδούσαν ένα χαρακτηριστικό αγερμικό τραγούδι μπροστά στο εικονοστάσι, εξορκίζονταν ταυτοχρόνως τους ψύλλους και τους ποντικούς, που απειλούσαν τόσο την δημόσια υγεία, όσο και τις επερχόμενες σοδειές, ταυτοχρόνως δε εύχονταν για την ευόδωση της σηροτροφίας, ζητώντας και παίρνοντας ως αμοιβή αβγά, τα οποία και θα βάφονταν αργότερα για το Πάσχα. Το αγερμικό αυτό δρώμενο, γνωστό ως «ρουμάνι», σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα στα Δαρδανέλλια ή στη Λέσβο τελούνταν την Μεγάλη Πέμπτη, αποτελεί δε χαρακτηριστικό παράδειγμα ανοιξιάτικου και πασχαλινού γονιμικού παιδικού αγερμού.
Η Μεγάλη Τετάρτη είναι ημέρα τέλεσης από την Εκκλησία της τελευταίας λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων και του τελευταίου Μεγάλου Αποδείπνου. Την ημέρα αυτή τελείται στους ναούς το Ευχέλαιο, είτε στα σπίτια, είτε στο ναό. Στα Κοτύωρα του Πόντου, μαζί με το ευχέλαιο ο ιερέας ευλογούσε αβγά, αλεύρι και αλάτι. Τα αβγά αυτά τα έβαφαν κόκκινα την Μεγάλη Πέμπτη και μαζί με το αλεύρι και το αλάτι τα έβαζαν σε καλάθι σκεπασμένο με πανί και τα πήγαιναν στο ναό να «διαβαστούν», κατόπιν δε τα κατανάλωναν στο σπίτι τους, πιστεύοντας ότι έτσι μεταδίδεται η θεία ευλογία στο σπίτι και στους οικείους τους.
Σε άλλες περιοχές ο νεωκόρος μάζευε από τα σπίτια της ενορίας μικρές ποσότητες από αλεύρι, το ζύμωνε χωρίς προζύμι, και κατόπιν ο ιερέας, κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του ευχελαίου, ακουμπούσε στο φύραμα το σταυρό ευλογίας του ναού με το Τίμιο Ξύλο ή τυχόν υπάρχοντα άγια λείψανα, και το φύραμα φούσκωνε, κατόπιν δε το μοίραζε στις ενορίτισσες, που το κρατούσαν για νέο προζύμι της χρονιάς.
Η Μεγάλη Πέμπτη, από εθιμική άποψη αποτελεί μια από τις πλέον σημαντικές μέρες της Μεγάλης Εβδομάδος. Τότε ζύμωναν τις τελετουργικές κουλούρες της Λαμπρής, στη ζύμη των οποίων έβαζαν διάφορα μυρωδικά και ξηρούς καρπούς, και τις οποίες έπλαθαν σε διάφορα σχήματα, με ένα κόκκινο αβγό πάνω τους και στολίδια από ζυμάρι. Μαζί κατασκεύαζαν και μικρά κουλούρια για τα παιδιά, που είχαν σχήμα ανθρώπου, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στο πρόσφορο που ζύμωναν την ημέρα αυτή, με ιδιαίτερες τελετουργικές οδηγίες και προφυλάξεις.
Στη Ζάκυνθο μάλιστα τη ζύμη του πρόσφορου έπρεπε να ζυμώσουν επτά παρθένες κοπέλες. Επίσης, έβαφαν τα κόκκινα αβγά, γι’ αυτό και ονόμαζαν την ημέρα «Κόκκινη Πέφτη» ή «Κοκκινοπέφτη». Συνήθως η βαφή γινόταν με φυτικά χρώματα, ενώ στο πρώτο αβγό που έβαφαν απέδιδαν θαυμαστές ιδιότητες.
Μετά την βαφή σκέπαζαν τα κόκκινα αβγά για να μην φαίνεται το χρώμα τους ως το Πάσχα, ενώ σε ορισμένες περιοχές τα έστελναν μέσα σε καλάθι στο ναό, για να λειτουργηθούν στην πρωινή λειτουργία ή στην ακολουθία των Παθών, ενίοτε δε τα άφηναν κάτω από την αγία τράπεζα, ή στο ιερό, ή στο δεσποτικό θρόνο ως και την Ανάσταση. Τα τσόφλια αυτών των «ευαγγελισμένων» αβγών τα θεωρούσαν γονιμικά και αποτρεπτικά των καταστρεπτικών καταιγίδων και του χαλαζιού, γι’ αυτό και τα έβαζαν στα δένδρα ή τα έθαβαν στα όρια των χωραφιών τους.
Σε πολλές περιοχές ένα τέτοιο αβγό έβαζαν στο εικονοστάσι, και θεωρούσαν ότι ήταν αποτρεπτικό των αποβολών των εγκύων γυναικών, το ονόμαζαν δε «κρατητήρα».
Ιδιαίτερη δύναμη απέδιδαν και στα αβγά που γεννούσαν οι όρνιθες – και μάλιστα οι μαύρες – την Μεγάλη Πέμπτη, τα οποία πήγαιναν στο ναό και κατόπιν τα έθαβαν στα χωράφια τους ή τα κρατούσαν στο σπίτι ως ισχυρά αποτρεπτικά και αντιβασκάνια μέσα. Στη Μεσημβρία έβαφαν στη βαφή των αβγών ένα πανί και το κρεμούσαν έξω από το σπίτι τους επί σαράντα ημέρες. Κόκκινα πανιά και υφάσματα κρεμούσαν από τα παράθυρα σε πολλές ελληνικές περιοχές (Κίος, Καστορά, Σκόπελος της Θράκης κ.λπ.), κάπου δε τα έπαιρναν μέσα μόλις τα έβλεπε ως ήλιος, θεωρώντας ότι αποτελούν πανίσχυρα μαγικά μέσα για την ολοκλήρωση των επωδών.
Παρομοίως φύλαγαν το ύψωμα και το αντίδωρο της λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης, ενώ στη Δυτική Μακεδονία έφερναν στο ναό κουλούρια και τα μοίραζαν, για τις ψυχές των νεκρών τους.
Παρόμοιες νεκρολατρικές προσφορές συναντούμε και σε άλλους ελληνικούς τόπους, όπως στο Ελληνικό των Ιωαννίνων, όπου πηγαίνουν στο ναό πρόσφορο και σιτάρι βρασμένο, πιστεύοντας ότι εκείνη τη μέρα βγαίνουν από τον Άδη οι ψυχές, για να ξαναγυρίσουν εκεί την παραμονή της Πεντηκοστής. Στην Κορώνη έκαναν ευχέλαιο στα σπίτια την Μεγάλη Πέμπτη, ενώ αλλού, όπως στη Λέσβο πραγματοποιούν τα παιδιά αγερμούς στα σπίτια, με σταυρούς στολισμένους με μυρτιά ή με τα ομοιώματα του Ιούδα τα οποία θα κάψουν την επομένη, κατά την περιφορά του επιταφίου, τραγουδώντας τραγούδια και επωδές με αποτρεπτικό των εντόμων και των ποντικιών περιεχόμενο.