Ζούμε μόνο και μόνο χάρις στον Λυτρωτή. Αυτό πρέπει να έχει ως άμεσες συνέπειες για μας: ευγνωμοσύνη, δοξολογία, διακήρυξη. Παραθέτουμε επιγραμματικά σχετικές αγιογραφικές περιπτώσεις.
Μόλις ο Μεσσίας καθάρισε τον λεπρό, τον πήρε παράμερα και του παράγγειλε πολύ αυστηρά και δεσμευτικά: «Όρα μηδενί μηδέν είπης, αλλ’ ύπαγε σεαυτόν δείξον τω ιερεί και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου α προσέταξε Μωϋσής εις μαρτύριον αυτοίς. ο δε εξελθών ήρξατο κηρύσσειν πολλά και διαφημίζειν τον λόγον, ώστε μηκέτι αυτόν δύνασθαι φανερώς εις πόλιν εισελθείν» (Μάρκ. 1.40-45).
Μόλις γιάτρεψε τους δυο τυφλούς, τους πρόσταξε «Οράτε μηδείς γινωσκέτω. οι δε εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη» (Ματθ. 9.27-31).
Μόλις έκανε καλά τον κωφάλαλο που Του είχαν φέρει «διεστείλατο αυτοίς ίνα μηδενί είπωσιν· όσον δε αυτός αυτοίς διεστέλλετο, μάλλον περισσότερον εκήρυσσον» (Μάρκ. 7.32-36).
Βαθιά ευγνωμοσύνη συνδυασμένη με δοξολογητικές εκσπάσεις και εξάρσεις φανέρωσε και ο ένας από τους δέκα θεραπευμένους λεπρούς σε αντίθεση με τους λοιπούς εννέα, τους αχάριστους. «Υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού [του Χριστού] ευχαριστών αυτώ· και αυτός ην Σαμαρείτης» (Λουκ. 17.12-16).
Η Μαρία η Μαγδαληνή και οι άλλες «τεθεραπευμέναι από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών και ασθενειών» Τού αφοσιώθηκαν ολότελα και «διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8.2-3) – ευγνωμοσύνη με φιλότιμο και ευαισθησία που την απέδειξαν αδρά ως Μυροφόρες (Λουκ. 24.1-9), όταν οι άνδρες είχαν ζαρώσει «δια τον φόβον των Ιουδαίων» (Ιω. 20.19).
Τα σωρηδόν θαύματα του Χριστού γίνονταν αιτία «ώστε τους όχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφούς ακούοντας, αλάλους λαλούντας, κυλλούς υγιείς, χωλούς περιπατούντας και τυφλούς βλέποντας»· και δόξαζαν τον Θεό (Ματθ. 15.31). Ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που επαλήθευε τις προφητείες του Ησαΐα περί της μεσσιανικής εποχής (35.5-6· 61.1). Επανειλημμένα συνέβαινε «εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον Θεόν λέγοντας ότι ουδέποτε ούτως είδομεν» (π.χ. Μάρκ. 2.12).
Η ευγνωμοσύνη της άλλης Μαρίας, αυτής από τη Βηθανία, για την ανάσταση του αδελφού της Λαζάρου «προδόθηκε» πολύ εναργώς. Είδαν το διάβημά της και μύρισαν την ευωδία του: Άλειψε τα πόδια του νεκρεγέρτη ευεργέτη με πανάκριβο μεθυστικό μύρο και τα σπόγγισε με τα μαλλιά της· «η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου» (Ιω. 12.1-3). Δαπανηρότατη και αρχοντική η ευγνωμοσύνη της.
Και να ληφθεί υπ’ όψιν ότι όλες αυτές οι εξαίσιες αγαθοεργίες και τα θαύματά Του που αποκαθιστούσαν την υγεία και τη ζωή, έλαβαν χώρα πριν από το Πάθος. Τι να πούμε τώρα για τη μέγιστη και αδιανόητη δαψίλεια Χάριτος που υπερεκχύνεται από τη θυσία Του; Ζωοποίησε και ζωοποιεί ψυχές που είναι το ευγενέστερο συστατικό των ανθρώπων.
Γέμει η οψιμότερη περίοδος της Καινής Διαθήκης, από τις Πράξεις των Αποστόλων και μετά, με εκφράσεις και εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης και δοξολογίας και ενθουσιαστικής διακηρύξεως του Κυρίου Ιησού· τι να πρωτοαναφέρεις; Και στη συνέχεια βρίθει το Αγιολόγιο της Εκκλησίας και γενικά η ζωή της ολόκληρη.
Την αναρίθμητη και ανυπολόγιστη ευγνωμοσύνη εκφράζει στεντόρεια ο ιερέας κατά την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού (και κατά το μυστήριο του βαπτίσματος), όταν στην κύρια ευχή του κατά το κέλευσμα του Τυπικού «λέει με δυνατότερη φωνή» μεταξύ άλλων και τα εξής: «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου, και ουδείς λόγος θα αρκέσει προς ύμνο των θαυμασίων Σου… Δεν υπέφερες, Δέσποτα, λόγω των σπλάγχνων του ελέους Σου να θεάσαι να τυραννιέται από τον διάβολο το γένος των ανθρώπων, αλλά ήρθες και μας έσωσες. Ομολογούμε τη χάρη, κηρύττουμε το έλεος, δεν κρύβουμε την ευεργεσία».
Ιερομόναχος Ιουστίνος