Μέγας Βασίλειος: «Ο θυμός είναι μια πρόσκαιρη τρέλα»
Ούτε το σπαθί ούτε η φωτιά ούτε κανένα άλλο φόβητρο είναι ικανό να συγκρατήσει την ψυχή που έγινε μανιακή από την οργή. Οι οργισμένοι δεν διαφέρουν από τους δαιμονισμένους σε τίποτα, ούτε στην εξωτερική μορφή ούτε στην εσωτερική κατάσταση.
Εξαιτίας του θυμού, ξίφη ακονίζονται, δολοφονίες τολμώνται, αδέρφια χωρίζουν και συγγενείς ξεχνούν το συγγενικό δεσμό τους. Οι οργισμένοι αγνοούν πρώτα τους εαυτούς τους κι έπειτα όλους τους οικείους. Όπως οι χείμαρροι παρασύρουν κατεβάζοντας το καθετί, έτσι και η βίαιη κι ασυγκράτητη ορμή των οργισμένων δεν υπολογίζει τίποτα.
Οι θυμωμένοι δεν σέβονται τους γέροντες, την ενάρετη ζωή, τη συγγένεια, τις προηγούμενες ευεργεσίες, ούτε τίποτ’ άλλο σεβαστό και έντιμο. Ο θυμός είναι μια πρόσκαιρη τρέλα.
Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει αυτό το κακό; Πώς μερικοί είναι τόσο ευέξαπτοι, που με την παραμικρή αφορμή θυμώνουν; Φωνάζουν και αγριεύουν και ορμούν πιο αδίσταχτα κι από τα άγρια θηρία. Δεν σταματούν προτού ξεθυμάνει η οργή τους σ’ ένα μεγάλο και ανεπανόρθωτο κακό.
Ούτε το σπαθί ούτε η φωτιά ούτε κανένα άλλο φόβητρο είναι ικανό να συγκρατήσει την ψυχή που έγινε μανιακή από την οργή. Οι οργισμένοι δεν διαφέρουν από τους δαιμονισμένους σε τίποτα, ούτε στην εξωτερική μορφή ούτε στην εσωτερική κατάσταση.
Βράζει μέσα στην καρδιά το αίμα εκείνων που διψούν για εκδίκηση. Ταράζεται και κοχλάζει με τη φλόγα του πάθους. Όταν βγει στην επιφάνεια, αλλάζει την όψη του οργισμένου. Μεταβάλλει σαν θεατρική προσωπίδα τη συνηθισμένη και γνώριμη σ’ όλους μορφή του. Αγνώριστη γίνεται η γνωστή όψη των ματιών του. Το βλέμμα του είναι παράφορο και ξαναμμένο. Τρίζει τα δόντια σαν τους χοίρους που συμπλέκονται. Το πρόσωπό του φουντώνει και μελανιάζει. Ολόκληρο το σώμα του παραμορφώνεται. Οι φλέβες τεντώνονται, λες και θα σπάσουν, καθώς η ψυχή του συγκλονίζεται από την εσωτερική ταραχή. Η φωνή γίνεται σκληρή και άγρια. Τα λόγια άναρθρα, ασυνάρτητα, άτακτα, απρόσεκτα και ακατανόητα.
Όταν μάλιστα ανάψει η οργή σε βαθμό ανεξέλεγκτο, όπως η φλόγα που τροφοδοτείται με άφθονα ξύλα, τότε προπαντός βλέπει κανείς θέαμα που ούτε με λόγια περιγράφεται ούτε με έργα παριστάνεται.
Βλέπει κανείς χέρια να σηκώνονται εναντίον συνανθρώπων και να πέφτουν σε κάθε σωματικό μέλος. Βλέπει ακόμα πόδια να χτυπούν άσπλαχνα ευαίσθητα σημεία. Βλέπει το καθετί να γίνεται όπλο της μανίας. Κι αν τύχει να κυριεύεται κι ο αντίπαλος από το ίδιο πάθος, δηλαδή από παρόμοια οργή και μανία, τότε συμπλέκονται και παθαίνουν όσα είναι φυσικό να πάθουν οι υποδουλωμένοι σ’ έναν τέτοιο δαίμονα. Αναπηρίες ή και θανάτους αποκομίζουν πολλές φορές οι συμπλεκόμενοι σαν βραβείο της οργής τους.
Άρχισε κάποιος τις χειροδικίες. Ο άλλος αμύνθηκε. Ανταπέδωσε ο πρώτος. Δεν υποχώρησε ο δεύτερος. Κι ενώ το σώμα κομματιάζεται από τα χτυπήματα, ο θυμός λιγοστεύει την αίσθηση του πόνου.
Η αίσθηση αυτή ατονεί και δεν τους κάνει να σταματήσουν, γιατί ολόκληρη η ψυχή έχει κυριευθεί από την εκδικητικότητα.
Μην προσπαθείς να θεραπεύσεις το ένα κακό με άλλο κακό. Μην επιχειρείς να ξεπεράσεις τον αντίπαλο στις συμφορές. Γιατί στους κακούς ανταγωνισμούς ο νικητής είναι αθλιότερος, αφού αποχωρεί με τη μεγαλύτερη ευθύνη της αμαρτίας.
Σ’ έβρισε ο οργισμένος; Σταμάτησε το πάθος με τη σιωπή. Μη σε διδάξει ο εχθρός να ζηλέψεις αυτό που, όταν το βλέπεις στον άλλο, το αποστρέφεσαι. Είναι κατακόκκινος ο αντίπαλος από την οργή; Αλλά μήπως κι εσύ δεν κοκκίνισες; Τα μάτια του είναι γεμάτα αίμα; Τα δικά σου, πες μου, βλέπουν ήρεμα; Η φωνή του είναι άγρια; Αλλά και η δική σου είναι γλυκιά;
Φωνή των Πατέρων, Ι. Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής