Πολλά είναι τα λαϊκά θρησκευτικά έθιμα που έχουν αρχέγονη καταγωγή, προερχόμενα από προχριστιανικές εθιμικές επιβιώσεις. Δύο από αυτά θα εξετάσουμε στη συνέχεια, τα οποία σχετίζονται με την τελετουργική προσφορά τροφών και ειδών διατροφής. Πρόκειται για λαϊκά έθιμα που σχετίζονται με εορτές, στιγμές των εθίμων του κύκλου της ζωής ή με την έννοια και την πρακτική της προσφοράς προς το θείο και των οποίων η γνώση μπορεί να συμβάλλει στην πληρέστερη ποιμαντική τους αντιμετώπιση από πλευράς των ιερέων, οι οποίοι βρίσκονται συχνά σε επαφή με παρόμοιες τελετουργίες, κατά την εκτέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων.
Στον λαϊκό θρησκευτικό πολιτισμό μαρτυρείται και η προσφορά σπονδών, δηλαδή η τελετουργική κένωση συγκεκριμένων υγρών, όπως νερό, κρασί, λάδι και γάλα, σε συγκεκριμένες στιγμές, ως είδος προσφοράς προς τους νεκρούς. Θυμίζω εδώ ότι ανάλογες προσφορές συνήθιζαν και οι αρχαίοι σε αφηρωϊσμένους νεκρούς, στους νεκρούς προγόνους τους και σε μικρές χθόνιες θεότητες, στο πλαίσιο πάντοτε της χθόνιας λατρείας τους, που κάλυπτε μεγάλο μέρος της καθημερινής λατρευτικής τους δραστηριότητας και πρακτικής.
Στα δείπνα μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο των σαράντα ημερών, σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Ηπειρος, συνήθιζαν να χύνουν λίγες σταγόνες κρασιού από τα ποτήρια τους στη γη, πριν πιούν για πρώτη φορά, στη μνήμη του νεκρού, αλλά και των υπολοίπων νεκρών κάθε οικογένειας και όλης της κοινότητας. Στην Αγχίαλο έχυναν νερό στη γη από το ποτήρι τους, οσάκις σε επίσημα γεύματα και εορταστικές περιστάσεις ανέφεραν το όνομα κάποιου νεκρού. Επίσης, στην Πελοπόννησο έχυναν λάδι σε περιπτώσεις μεγάλης κακοκαιρίας, ευχόμενοι να κοπάσουν οι άνεμοι και «να γίνει η θάλασσα λάδι».
Εδώ εντάσσεται και η συνήθεια να ρίχνουν ένα ποτήρι νερό πάνω στον τάφο, την επομένη της κηδείας, καθώς πιστεύουν ότι ο νεκρός διψά και πρέπει να πιεί, καθώς και η συνήθεια να χύνουν ένα ποτήρι νερού, που αμέσως μετά την πρόθεση του νεκρού τοποθετείται δίπλα του «για να ξεδιψά η ψυχή», μόλις το λείψανο περάσει την πόρτα του σπιτιού, κατά την εκφορά του προς τον ναό.
Αρχαία καταγωγή έχει και η προσφορά των λεγομένων «μειλιγμάτων», που έχουν τη μορφή γλυκισμάτων κατασκευασμένων από πρωταρχικά είδη τροφών, τα οποία κατασκευάζονται σε συνδυασμό με ορισμένες θρησκευτικές εορτές και με σημαντικές στιγμές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Πρόκειται κυρίως για «μελόπιτες», πίτες δηλαδή γλυκές και συχνά περιχυμένες με μέλι, που παρασκευάζονται προς τιμήν ορισμένων ιαματικών αγίων, όπως η αγία Βαρβάρα και ο άγιος Σπυρίδωνας, αλλά και σε δαιμονικά όντα της λαϊκής δεισιδαιμονίας, όπως οι Νεράιδες, οι Μοίρες και τα Στοιχειά.
Σε ορισμένες περιοχές οι πίτες αυτές τοποθετούνται στην τρύπα που θεωρείται η είσοδος της φωλιάς του οικουρού όφη, του καλού φιδόμορφου στοιχειού που πιστεύεται ότι προστατεύει το σπιτικό. Στη Λέρο παραθέτουν τραπέζι με ανάλογα εδέσματα το βράδυ της 1ης Σεπτεμβρίου, που λόγω της αρχής του εκκλησιαστικού έτους θεωρείται ως πρωτοχρονιά, για να φάει τη νύχτα και να γλυκαθεί το στοιχειό του σπιτιού. Αλλού μειλίγματα προσφέρει η νύφη κατά την είσοδό της στην οικία του γαμπρού, μελώνοντας τις παραστάδες της πόρτας, όπου κατά πανάρχαια επίσης αντίληψη κατοικούν τα καλοποιά πνεύματα, ή προσφέροντας γλυκό και μέλι στη βρύση του χωριού, την επομένη ή την μεθεπομένη του γάμου της.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, πρόκειται για επιβίωση των αρχαίων λατρευτικών μειλιγμάτων, που πρόσφεραν οι άνθρωποι στους προστάτες θεούς τους, ιδιαίτερα δε στις χθόνιες θεότητες και κατεξοχήν στην Εκάτη. Η παράδοση αυτών των γλυκών προσφορών συγκεκριμένων τελετουργικών εδεσμάτων διασώζεται στις ποικίλες γλυκές προσφορές του λαϊκού ανθρώπου προς τον ναό και τους αγίους του, αλλά και σε πιστευόμενες ως δαιμονικές μορφές, σε πολλά σχετικά έθιμα και ανάλογες τελετουργίες.
Και βέβαια, οι πανάρχαιες αυτές μορφές και κυρίως η επιβίωσή τους στην ελληνική λαϊκή θρησκευτικότητα δείχνουν και την πολιτισμική συνέχεια, η οποία ιδίως σε ζητήματα θρησκευτικής λαογραφίας είναι εμφανής και αυταπόδεικτη μέχρι και τις μέρες μας.