Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Το ζήτημα των ποικίλων τοπικών θρησκευτικών – λατρευτικών και τελετουργικών παραδόσεων απασχολεί συχνά τόσο τη λαογραφία και τις επιστήμες του πολιτισμού όσο και τη σύγχρονη ποιμαντική, από άλλες βεβαίως όψεις και σκοπιές. Οπως είναι γνωστό, στις μεγαλύτερες και πλέον εξελιγμένες, από δογματική, θεολογική και τελετουργική άποψη, θρησκείες του κόσμου, υφίσταται κατά κανόνα μία διχοστασία ανάμεσα στο θρησκευτικό δόγμα και τη λαϊκή θρησκευτικότητα, ανάμεσα στην εκκλησιαστική και τη λαϊκή θρησκευτική τελετουργική ζωή και πράξη.
Η πραγματικότητα αυτή έχει βεβαίως επισημανθεί και από τη θρησκευτικήλαογραφία, και φυσικά απαντά στην καθημερινότητα, καθώς συχνές είναι οιανάλογες αντιθέσεις, λ.χ. στην περίπτωση των αποκριάτικων εθίμων, ή σε ζητήματα όπως η τελετουργική πυροβασία και ακαΐα στα Αναστενάρια, κατά την εορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου οι μεν τελεστές έχουν εδραία την πεποίθησηότι πρόκειται για τελετή προς τιμήν των αγίων, που τελείται μόνο με τη δική τουςυπερφυσική βοήθεια, η δε Εκκλησία απορρίπτει τη χριστιανική τους βάση, φτάνονταςμέχρι του να τα χαρακτηρίζει ως «σατανική» επενέργεια.Την αντίθεση αυτή συχνά αντιμετωπίζουν και οι νέοι ιερείς, πουαναλαμβάνοντας μία ενορία κάποτε πιέζονται από τους πιστούς να συνεχίσουν νατελούν τοπικά έθιμα, που ο προκάτοχός τους είχε δεχθεί, τα οποία όμως εμφανίζουνμικρές ή μεγάλες αποκλίσεις από την τελετουργική παράδοση της Εκκλησίας.
Και βέβαια στην προκείμενη περίπτωση χρειάζεται ποιμαντική κατάρτιση, αλλά και πείρακαι διάκριση, ώστε να διατηρηθούν όσα μπορούν να είναι συμβατά και να απαλειφθούν ή να τροποποιηθούν όσα είναι ασύμβατα με την ορθόδοξη λειτουργική ζωή, αλλά με τρόπο που δεν θα δημιουργήσει αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, ώστε αντί να προέλθει ωφέλεια, τελικά να προκύψει πνευματική βλάβη για τους πιστούςτου συγκεκριμένου τόπου.Αυτή η τελευταία παρατήρηση, δείχνει πόσο αναγκαία είναι η διδασκαλία της θρησκευτικής λαογραφίας και στις Θεολογικές Σχολές, ιδίως στα ποιμαντικάτμήματα και τα τμήματα κοινωνικής θεολογίας, όπως επίσης και στις κάθε είδουςιερατικές σχολές και στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες της χώρας μας.
Και τούτο επειδή μόνον αν ο ιερέας έχει ήδη την ανάλογη ενημέρωση μπορεί νααντιμετωπίσει με επάρκεια το σχετικό πρόβλημα που θα ανακύψει. Αντιθέτως, οι κατά κανόνα ανενημέρωτοι ιερείς φτάνουν στα δύο αντίθετα άκρα: είτε επιτρέπουνκαι δέχονται τα πάντα, διαιωνίζοντας το πρόβλημα, είτε προσπαθούν να επιφέρουνριζικές λύσεις, οπότε κατά κανόνα βρίσκονται σε κατευθείαν αντίθεση με το ποίμνιό τους, κάτι που βεβαίως έχει απρόβλεπτες για τη θέση τους στο χωριό και για τησχέση τους με τους πιστούς συνέπειες. Είναι απολύτως χαρακτηριστικό, το γεγονός ότι στη λαϊκή συνείδηση η τοπική συνήθεια υπερισχύει της ιερατικής αυθεντίας, ώστε συχνά να υποστηρίζεται ητέλεση τοπικών εθίμων με πλήρη αμφισβήτηση των γνώσεων του ιερέα, ο οποίοςαγωνίζεται περί του αντιθέτου.
Οπως δε σημειώθηκε στην αρχή, αυτό είναιφαινόμενο που παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου,ακόμη και σε όσες δεν έχουν ιδιαιτέρως αναπτυγμένο τελετουργικό, όπως το ισλάμ,και αναφέρεται συχνά στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, καθώς οριοθετεί τη διαφοράμεταξύ «επίσημης» και λαϊκής θρησκείας και των αντίστοιχων τελετουργιών τους,που πλαισιώνουν τους εορτολογικούς σταθμούς κάθε θρησκείας και κάθε λαού, ανάτην υφήλιο.Πρόκειται για σύνθετο και πολύπλοκο, όπως ήδη σημειώθηκε, ζήτημα, πουαπαιτεί τη συνεργασία διαφόρων επιστημονικών κλάδων και ειδικεύσεων, όπως ηλειτουργική, η θρησκευτική λαογραφία, η κοινωνική και η πολιτισμική ανθρωπολογία, αλλά και η θρησκειολογία.
Κατά κανόνα, οι λαϊκές αυτές θρησκευτικές πρακτικές έρχονται από τα βάθη των αιώνων και φέρουν ανάγλυφα τα σημάδια των κατά καιρούς μεταλλαγών και μετασχηματισμών τους. Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πρόκειται για μία ζωντανή και εξελισσόμενη πραγματικότητα,δεδομένου ότι και στις μέρες μας διαμορφώνεται μία νέα, αστικής φυσιογνωμία ςλαϊκή θρησκευτικότητα, η οποία καταγράφεται και μελετάται ήδη. Και τούτο επειδή η πρακτική της παράδοσης και των εθιμικών εκδηλώσεών της θα υπάρχει όσο υπάρχουν συντεταγμένες ανθρώπινες κοινωνίες που θα επιζητούννα εκφράσουν τελετουργικά την εσώτερη θρησκευτική τους πίστη.