«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των Αποστόλων, μαθητής του Ιωάννου του Θεολόγου. Οδηγήθηκε στον βασιλιά Τραϊανό, ο οποίος, λόγω της αταλάντευτης πίστεως του αγίου στον Χριστό, έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με μολύβδινες σφαίρες. Του έκαψαν τα χέρια και τα πλευρά, τον έβαλαν να σταθεί πάνω σε άνθρακες, του χάραξαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, αλλ’ επειδή δεν κατάφεραν τίποτε, τον έστειλαν δεμένο με συνοδεία δέκα στρατιωτών στη Ρώμη, για να γίνει τροφή των θηρίων. Πορευόμενος στη Ρώμη στήριξε τις Εκκλησίες των πόλεων από όπου διερχόταν και προσευχήθηκε να φαγωθεί από τα θηρία, ώστε, όπως έλεγε, να γίνει καθαρός άρτος στον Θεό. Κατασπαράχτηκε από τα λιοντάρια, ενώ τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια. Ο άγιοςήταν εκείνος που νήπιο ακόμη, λένε ότι τον αγκάλιασε ο Δεσπότης Χριστός και είπε: Εάν κανείς δεν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδί αυτό, δεν πρόκειται να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι κλήθηκε και Θεοφόρος».
Παρόλο που ο υμνογράφος του αγίου, άγιος κι αυτός, Ανδρέας ο Κρήτης, θεωρεί ότι η εορτή του αποστολικού Πατέρα προκηρύσσει την εορτή των Χριστουγέννων και παραπέμπει στον πατριάρχη Αβραάμ, γιατί κι αυτός θυσίασε τον εαυτό του όπως ο Αβραάμ κατά γνώμη τον υιό του Ισαάκ, όμως εκείνο στο οποίο κυρίως εμμένει διότι συνιστά προσφορά του Ιγνατίου στην Εκκλησία είναι το μαρτύριο και η ποιμαντική του. «Ας υμνηθεί ο Ιγνάτιος, ο μέγας Ιερέας, με διπλό στεφάνι, ως μάρτυρας και ως Ποιμένας». Γιατί αυτό;
Διότι πρώτον: ήταν εκείνος ο πατέρας που θεολόγησε περί του μαρτυρίου, ως γεγονότος που αποτελεί απάντηση αγάπης στην αγάπη του ίδιου του Χριστού απέναντί μας, κατά τον λόγο Ιωάννου του θεολόγου: «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Κι είναι γνωστό ότι για τον ιερομάρτυρα, η αγάπη προς τον Χριστό ήταν ο πυρήνας της ύπαρξής του – μία φωτιά που κατέκαιγε τα σωθικά του και που μπορεί να παραλληλισθεί μόνον με τα ανάλογα αισθήματα των αποστόλων Ιωάννου και Παύλου. «Ο έρωτάς μου σταυρώθηκε» ήταν η επωδός των λόγων και των έργων του. «Φλογισμένος στο πνεύμα πάντοτε ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος», σημειώνει επ’ αυτού ο άγιος Ανδρέας, «έκραζε με πόθο, μέσα στους κινδύνους: Με χαρά καταδιώκω τον Χριστό, είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, αλλά, λέγει, ζει μέσα μου αποκλειστικά ο Χριστός». Κι αλλού: «Σπεύδω να γίνω μαθητής του Χριστού. Μόνο τον Χριστό επιθυμώ. Διότι όλος ανήκω σ’ Αυτόν, φώναζες αθλητή. Αυτός είναι η επιδίωξή μου, Αυτόν βιάζομαι να φθάσω. Και γι’ αυτό τη φωτιά και το ξίφος και τα θηρία, όλα τα υπομένω, προκειμένου να συναντηθώ μαζί Του».
Και δεύτερον: ο άγιος υμνογράφος τονίζει την ποιμαντική του αγίου Ιγνατίου. Ο Ιγνάτιος υπήρξε ο ποιμένας που θεολόγησε προς χάρη του ποιμνίου του. Κι ήταν αληθινός ποιμένας, γιατί αυτό που δίδασκε πρώτα το ζούσε, μέχρι βαθμού θυσίας του. «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (ο Κύριος). Κι αυτήν τη θυσιαστική αγάπη του τη βλέπουμε αποτυπωμένη στις εξαίσιες και Καινοδιαθηκικού ύψους επιστολές του. Με τις επιστολές που άφησε ο ιερομάρτυρας, καρπός των τελευταίων ημερών του στην πορεία του προς τη Ρώμη και το μαρτύριό του, καταθέτει την ψυχή του και το βάθος αγάπης του προς τον Χριστό και τους αδελφούς του. Σ’ αυτές βλέπουμε τον αληθινό μέγα ιερέα Ιγνάτιο να ιερουργεί τον ίδιο τον εαυτό του, μία ολοκληρωτική θυσία στον Χριστό. Σαν το σιτάρι που αλεσμένο από τα δόντια των θηρίων και φλογισμένο στη φωτιά της αγάπης κατατίθεται ως καθαρός άρτος ενώπιον του Χριστού. «Είμαι σιτάρι του Δημιουργού Θεού και με τα δόντια των θηρίων πρέπει να αλεστώ οπωσδήποτε, προκειμένου να φανώ στον Λόγο Χριστό, τον Θεό μας, καθαρότατος άρτος».
Δεν είναι όμως οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μνημείο μόνο της αγάπης του προς τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτές περιέχονται και οι απόψεις που στήριξαν την Εκκλησία σε εποχή που κινδύνευε από διαφόρους αρνητές της. Και πάλι κατά τον άγιο υμνογράφο: «Μιμούμενος τους κινδύνους που πέρασε στα διάφορα μέρη ο Παύλος, Ιγνάτιε, και όντας δέσμιος, δεν σταμάτησες καθόλου να στηρίζεις με πυκνά γράμματα τις Εκκλησίες του Χριστού». Κι αυτά που τόνιζε, πράγματι ήταν στηριγμός που έσωσαν την Εκκλησία από τη λαίλαπα των αιρετικών: τη θέση του Επισκόπου ως ορατού κέντρου της Εκκλησίας, την ενότητα επομένως που διασφαλίζεται έτσι, τη συμμετοχή στη μία Θεία Ευχαριστία που τελεί σε κάθε τόπο ο Επίσκοπος.
Η θεολογία του αγίου Ιγνατίου, η πρώτη σοβαρή μετά τους Αποστόλους θεολογία της Εκκλησίας, είναι όντως μεγαλειώδης. Ο άγιος υμνογράφος, γνώστης της θεολογίας αυτής, δεν έχει την «πολυτέλεια» να την προσφέρει ως ύμνο με πληρότητα. Του αρκεί όμως, και αρκεί και σε εμάς, η θερμότητα που εισπράττουμε από τον Θεοφόρο άγιο. (Είναι τυχαίο άραγε ότι και το ίδιο το όνομά του: Ιγνάτιος προέρχεται από το λατινικό ignis, που σημαίνει φωτιά;) Ο έρωτάς του για τον Χριστό άλλωστε ήταν τέτοιος, που επικάλυπτε και επικαλύπτει τα πάντα.