Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα μικρό κορίτσι από τις Φώκιες της Σμύρνης, η Αγγελική Ματθαίου, επιζεί της Κεμαλικής Πορείας Θανάτου και φτάνει στην περιοχή του Ικονίου.
Από κεί πάλη πήραμε τον δρόμο. Μας ήπανε πάμε για τη Κόννια.
Βαδίζαμε πολές μέρες χωρίς νερό χωρίς ψωμί.
Καπια μέρα φθάσαμε. Μας βάλανε σε ένα χάνη ως συνήθως.
Ξέχασα να γράψω. Δεν μας πήγανε στην Κόννια. Σε χωριό του ηκοννίου.
Εκεί ήρθανε η τούρκοι και βιάζανε της γυναίκες μροστά στους άνδρες
τους τα παιδια τους. Σηκοθήκανε δύο άνδρες να τους σπρόξουνε αλλά τους πήρανε και δεν ξέρουμε τη έγιναν.
Εκεί σε αυτό το χωριό καθήσαμε πάλη σε έναν σταύλο με πάπλωμα την
κοπριά. Η μανούλα μου με είχε στην αγκαλιά της και κοιμόμουνα.
Ηλθε κοντά ένας τούρκος και με τραβά από το χέρι και μου έλεγε να
σηκωθώ αλλά με καλό τρόπο. Εγώ δεν σηκονόμουν. Από τα τόσα που έβλεπα, έσφηγκα πιο πολύ την μανούλα μου και έκλεγα. Στο τέλος ήλθε κοντά μας ο άνθρωπος που ήξερε τούρκικα και του ήπε ο τούρκος ότι θέλη να με κάνει παιδί του.
Εκείνη την ώρα καταλαβένετε τη εγεινε. Με έσφηξε στην αγκαλιά της και
θυμάμαι το λόγο που μου είπε. Πήγεναι παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω και
που θα μήνης. Δεν έχουμε πιά κανένανε και όταν τελιωσει ο πόλεμος να
έλθεις στην Σμύρνη.
Ο τούρκος έφυγε και σε λίγο ήλθε με ένα άλογο και έδωσε στην Μανούλα
μου ψωμί και σουτσούκια. Αυτόν τον χωρισμό δεν θα τον ξεχάσω.
Με καθήζη εμένα στα καπούλια του αλόγου. Καβάλισε και αυτός. Με έκανε νόημα να τον κρατώ. Το χωριό ήτανε μακριά. Στον δρόμο κατέβηκε να κάνει το νερό του. Εγώ έκλεγα και έλεγα τώρα θα με σκοτόση. Αυτός
έβλεπαι ότη φοβόμουνα και με χαϊδεβε. Αλλά στα καπούλια του αλόγου ήχε βάλη ένα χαλάκι και αυτό με πλήγωνε και γώ άρχησα να κλέγο. Αυτός το κατάλαβε που πονούσα και κατέβηκε και κατέβασε και μένα και ήδε τα
αίματα. Βγάζη ένα μαντήλη και τα σκούπησε και έβαλε το μαντήλι στο
χαλάκη και φήγαμε.
Φθάσαμε στο χωριό βραδυ. Εξω από το χωριό ήτανε το σπίτι. Κατέβηκε
αυτός κατέβασε και μένα. Εδεσε το άλογο στης πόρτας τον χαλκά κτυπάη
την πόρτα. Της μίλησε τούρκικα. Ανήγει λίγο την πόρτα και βγένη μιά
γριά κουκουλομένη με μαύρο μαντήλη. Της είπε κάτη λόγια και με φίλησε
και έφυγε.
Οταν μπήκα μέσα βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα και μολης με είδε
έπιασε την μήτη της ότι βρωμάω. Αμέσως άναψε η γριά φωτιά και ζέστανε
νερό να με πλήνουνε. Πολεμούσε η γριά να λύση τα μαλλιά μου. Είχανε
τόσα αγκάθια και ψήρες που η γρηά όλο μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα τη έλεγε
για να σας το γράψω.
Ο τούρκος ο μπαμπάς ερχότανε κάθε εβδομάδα και μου έφερνε ζαχαρωτά. Με κάθηζε στα γόνατα του αλλά αυτή δεν παρουσιαζότανε. Μόνο με την γριά μηλούσε. Με έλουζε κάθε μέρα η γριά. Οταν τελείωνα πήγενα σε ένα κηπαράκη που είχε ήλιο για να ζεσταθώ. Εκεί εύλεπα τα πουλάκια και έκλεγα και τους έλεγα πουλάκια μου που είνε η μανούλα μου. Γιατί με έφεραν εδώ;
Ημουν πολύ άρωστη και με βάζανε με το ζόρη να τρώω. Το φαή τους ήτανε όλο πράσα. Μόλις έτρογα δύο μπουκές αμέσως έτρεχα να κάνω αιμετό. Ετρεχε η κόρη και με κτηπούσε με ένα σχηνεί. Η γριά τη μάλονε. Εφεβγα ή πλάγιαζα σε μιά γούνα. Εκήνει η γούνα ήτανε το στρόμα μου και το πάπλωμα μου.
Μιά μέρα μου έδωσε ένα λαηνή και με έδηξε το πηγάδη να φέρω νερά. Πήγα στο πηγάδι και βλέπω έναν κουβά. Πώς να ρίξω τον κουβά να πάρω νερό; Εγώ δεν ήχα πνοή επάνω μου. Εβλεπα γύρο γύρο ήσως έλθει κανής να μου γεμώση το λαηνάκη.
Το πέρνω το λαηνάκη και πάω στο σπίτι. Ερχεται αυτή βλέπη το λαηνάκη
άδιο το αρπάη με πολύ θυμό και το κοπανάη μπροστά στα πόδια μου και
μετά πέρνη το σχηνή και με κοπανούσε σαν αφηνιασμένη και με εύρηζε
κιαβούρ. Αυτή με έστηλε στο πηγάδη για να πνηγώ. Δεν με ήθελε. Αυτή
ήτανε μεγάλη γυναίκα.Ή χήρα ή γεροντοκόρη και ζούσε με την μάνα της.
Η γριά με έφερνε σύκα ξερά. Τα ήχανε μέσα στο λάδι και τα τρώγανε μα
εγώ δεν μπορούσα να τα φάγω. Τα άφηνα εκεί. Εγώ ήθελα λίγη σούπα ζεστή λίγο γάλα. Αυτά ήχα στο μυαλό μου.
Τώρα θα πάω σε άλλη περιπέτεια. Μιά μέρα εκεί που ήμουνα στη γούνα
βλέπω την χανούμ και έβαφε το πρόσωπο της με μπογιές κόκκινες. Εβαζε
ελιές μαύρες και μετά έστροσε δύο προβγιές από καμήλα. Την μία από την
μιά και την άλη από την άλη μεριά της πόρτας και στάθηκε στην μιά
προβιά κουκουλομένη με ένα μεγάλο τούλη κόκκινο και περίμενε . Μόλης
νύχτοσε άκουσα να ψάλουν η χοτσάδες. Μπένη μέσα ο γαμπρός και κάνανε ναμάζ προσευχή. Μετά πάη κοντά της και σηκώνη το τούλη και την πέρνη αγγαληά και πάνε στον ότα (;) δωμάτιο.
Μετά από λίγες μέρες μου λέη ο τούρκος θα πάμε μαμά. Όταν άκουσα εγώ
μαμά το κατάλαβα και έπεσα στην αγκαλιά του και έκλεγα. Αυτή θύμοσε
και με αρπάη και με πετά πέρα. Ο τούρκος την μάλωσε. Μετά με γδύνη και πέρνει το φουστανάκι από τον τήχο που το είχε πετάξη. Μου το βάζη.
Ήτανε μες την βρόμα και ψήρα και μου το φόρεσαι.
Με πέρνη ο τούρκος να φύγουμε. Όταν εύγενα μου δείνη μιά κλωτσιά. Απ
έξω ήτανε ένα κάρο με βόδια. Με βάζη ο τούρκος και πέφτω στο κάρο.
Είχε πολύ κρίο. Βγάζει το μανδύα του και με σκεπάζη. Μου είπε να
κοιμηθώ μα εγώ είχα την χαρά που θα που θα πάω στην μανούλα μου.
Πηγέναμε ώρες πολές. Φθάσαμε στο Ηκόνιο. Ανεβήκαμε της σκάλες. Μου
κάνει νόημα να περιμένω. Εκεί ήτανε αστυνομία. Πήγε μήλησε για μένα.
Φεύγει ο τούρκος.
Εγώ στεκόμουνα και περνούσανε η τούρκη και μου λέγανε τεσλήμ;
Εγώ δεν ήξερα και έκλεγα. Νόμιζα ότη έλεγαν θα σε σκοτόσουνε;
Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς έτση τον έλεγα και μου φέρνη σε μία μανδήλα
σαν αυτή που φοράη ο αραφάτ. Είχε ένα μεγάλο ψωμί ένα κομάτι τυρί και
μου βάζη στην τσέπη μου επτά πανκανότες(;). Με φήλισε στο κούτελο και
έφυγε.
Μετά ήτανε το μαρτύριο. Έρχεται ένας τσανταρμάς και μου λέει … σύκο.
Εγώ δεν ήχα δύναμη και καθόμουνα χάμου. Απέναντι στο κονάκι ήτανε ένας μεγάλος σταύλος. Βγάζη μια μεγάλη κληδαριά και με πετάη μέσα. Σκοτάδι. Σταμάτησα λίγο να δώ που να ακουμπήσω. Από το κλάμα δεν έβλεπα. Είχε ένα παραθυράκι στενόμακρο. Από κεί έμπενε λίγο φώς. Εγώ πασπατόντας βρήκα ένα παχνή με άχηρα. Ανέβηκα και λούφαξα στα άχηρα. Αλλά είχα το τυρί και τα ποντήκια πηδούσαν πότε επάνω στο κεφάλι μου πότε στην πλάτη μου. Εκεί ήτανε ο μεγαλήτερος φόβος. Σκέφτηκα και άδιασα την μαντήλα στο παχνί και τυλήχτικα γιατή είχε πολύ κρίο. Το τρομερό δρά που πέρασα ήταν αυτό. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα εκεί μέσα.
Μιά μέρα ανήξανε την πόρτα και με φώναζε ένας τσανταρμάς. Πλησίασα
κοντά του. Κηζ κηζ δηλαδή κορίτσι. Μα εγώ από το σκοτάδι δεν έβλεπα.
Εκεί μπροστά στην πόρτα ήτανε ένα σηντρηβάνη. Πέφτω μέσα στα νερά και στις λάσπες. Δύπλα ήτανε η γυναικίες φυλακές. Με ήδε μία γυναίκα που έπεσα. Από το σιδερένιο παράθυρο φόναξαι τον τσανταρμά. Δεν ξέρω τι του ήπε.
Με μιά κλιδάρα άνηξε και μέ πήρε η γυναίκα. Αμέσως εύγαλε τα ρούχα μου και με έκανε μπάνιο. Έπληνε τα ρούχα μου και με τήλιξε με ένα σεντόνι. Μετά ετοίμασε να φάμε. Το φαϊ ήτανε κουκιά αλλά εγώ δεν μπορούσα να φάω και μου έκαμε τσαϊ. Το ήπια με λίγο ψωμί.
Σε λίγες μέρες φέρανε πρόσφηγες από τα Κούλα. Σε λίγο ανοίγη την πόρτα της φυλακής και φωνάζει στην γυναίκα να κατεβό. Εγώ τους ήδα από το παράθυρο και χάρικα πολύ.
Με πέρνη ο τσανταρμάς . Με ρήχνη σε αυτούς. Δυστυχώς δεν ήτανε η
μανούλα μου αυτή. Μηλούσανε τούρκικα. Πήκενα στον έναν με δίωχνανε.
Πηγαινα στόν άλον το ίδιο. Τότε ζάροσα σε μιά γωνιά.
Όταν βράδιασε άρχησαν η τούρκοι με τους φακούς και γυρέβανε κορίτσια. Τότε ένας από τους προσφηγες αρπάη εμένα και με έδωσε τούρκο. Σκεφτήτε τή έπαθα εκείνη την ώρα. Έτρεμα και φώναζα μανούλα μου που είσαι να με πάρης.
Τότε ο τούρκος με στίνη όρθια μέ έψαξε παντού και με παρατάη και
φεύγει. Εγώ από τήν τρεμούλα που είχα δεν ήξερα πού πήγενα. Από τις
φωνές μου με άκουσε αυτός που τους φύλαγε και ήλθε καί μέ πήρε και με
έρηξε πάλη μαζή τους. Κανείς δεν γύριζε να με δή. Ήτανε πολύ σκληρή
άνθρωποι.
Το πρωϊ ήλθε ο παπάς του Ηκονίου. Από το Ικόνιο δέν ήχανε φύγη η
ρομνή. Περιμένανε την ανταλαγή του Βενηζέλου. Ο δε παπάς ρώτησε τόν
φύλακα αν μπορή να με πάρη σπίτι του και ο φύλακας ήπε να τήν
πάρης.Τήν άλη μέρα θα φήγουνε.
Με πήρε ο παπάς. Πήγαμε σπίτι του. Μού μιλούσανε ελινικά. Με
περιπηιθήκανε πολύ. Με λούσανε με φοραίσανε καθαρά ρούχα το δε πρωϊ
ήθελε ο παπάς να τού πώ πώς έχασα τους γονους μου. Το ήπα μερικά όπως έχω γράψη στην αρχή της ησστορίας μου.
Μου είπε ο παπας. Τώρα θα πάτε στο Εσκησεχήρ μετά αφχονκαραησάρ γιατή είναι διαταγή του Κεμάλ.
(Απόσπασμα σχετικό με το Ικόνιο)