Dogma

Μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Α)

Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Πριν από λίγες ημέρες η Εκκλησία μας εόρτασε την μνήμη του εν Αγίοις Πατρός Ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ως γνωστόν η Εκκλησία μας για τον καθορισμό της ημέρας Μνήμης ενός Αγίου  λαμβάνει υπ’ όψη την ημέρα της κοιμήσεώς του. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί εδώ ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν εκοιμήθη στις 13 Νοεμβρίου, όπως έχει ορισθεί να τιμάται η Μνήμη του, αλλά στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.

Επειδή όμως κατά την ημέρα αυτή τιμάται η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού, μετετέθη η ημέρα Μνήμης του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στις 13 Νοεμβρίου εκάστου έτους. Οι Καθολικοί εορτάζουν την Μνήμη του Μεγάλου αυτού Πατέρα της Εκκλησίας στις 13 Σεπτεμβρίου, μια ημέρα δηλ. ενωρίτερα από την Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας.

Είναι άλλωστε ένας εκ των Τριών Ιεραρχών. Μαζί με τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο συνθέτει στο «στερέωμα» της Θεογνωσίας τους «Τρεις Μεγίστους Φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», κατά το σχετικό τροπάριο της Εορτής των Τριών Ιεραρχών. Ως γνωστόν, η  Μνήμη καθ’ ενός εκ των Τριών Ιεραρχών τιμάται σε ξεχωριστή ημέρα (του Μεγάλου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου και του Γρηγορίου του Θολόγου την 25η Ιανουαρίου), ενώ και οι Τρεις αυτοί Μεγάλοι Πατέρες τιμώνται μαζί την 30η Ιανουαρίου εκάστου έτους.

Αξίζει, νομίζω, να ασχοληθούμε εδώ σε ένα ξεχωριστό αφιερωματικό άρθρο με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, το μεγάλο αυτό εκκλησιαστικό ανάστημα, για να εμπνευσθούμε από το παράδειγμά του και να πάρουμε λίγο φως από την λάμψη του, ώστε να πορευθούμε με αυτό ως οδηγό στην ζωή μας και να διαλύσουμε με την «δάδα» του στους άφιλους καιρούς που διανύουμε τα σκοτάδια της απιστίας ή της ολιγοπιστίας που μας κυκλώνουν.

Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Αντιόχεια κατά πάσα πιθανότητα το 350 (κάποιοι τοποθετούν την ημερομηνία της γεννήσεώς του στην περίοδο από το 347 μέχρι το 350). Η πατρική του οικογένεια ανήκε στην ανώτερη τάξη της κοινωνίας, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι ο πατέρας του ήταν Στρατηγός. Δεν πρόλαβε όμως να τον γνωρίσει, διότι πέθανε σε νεαρή ηλικία, ενώ ο Ιωάννης ήταν ακόμη βρέφος λίγων μηνών.

Έτσι, το βάρος της ανατροφής του έπεσε σην μητέρα του Ανθούσα, η οποία, αν και χήρεψε στα είκοσι χρόνια της, δεν φρόντισε την προσωπική της αποκατάσταση με την σύναψη ενός νέου γάμου, αλλά θυσίασε τα πάντα προς χάριν του Ιωάννου, στον οποίο μετέδωσε την πίστη στον Χριστό και τον γαλούχησε με τις αρχές και τις αξίες της Χριστιανικής Διδασκαλίας, όπως τις βίωνε και η ίδια, πράγμα που ήταν η καλύτερη διδαχή για τον Ιωάννη. Το ήθος, η ταπεινοφροσύνη και οι άλλες αρετές που κοσμούσαν την Ανθούσα εξέπληξαν ακόμη και τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο, ο οποίος στον λόγο του «προς νεωτέραν χηρεύουσαν» εκφράζει τον θαυμασμό του για τις Χριστιανές γυναίκες: «Οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς εισίν» (κοιτάξτε, τί γυναίκες έχουν οι Χριστιανοί)!

Η μητέρα του Ιωάννη φρόντισε  να τού εξασφαλίσει την μεγαλύτερη δυνατή μόρφωση. Έτσι, έχοντας την αρωγή και την στήριξη της Ανθούσας ο Ιωάννης σπούδασε Φιλοσοφία, καθώς και την Νομική Επιστήμη στην Αντιόχεια, ενώ στα χρόνια της μαθητείας του τον βλέπουμε να παρακολουθεί μαθήματα ρητορικής στην περίφημη ρητορική σχολή του διάσημου Λιβάνιου. Όπως λέγεται, ο Λιβάνιος είχε τόσο πολύ ενθουσιασθεί από τις ικανότητες και τις επιδόσεις του Ιωάννη στην ρητορική τέχνη, ώστε, όταν ρωτήθηκε, ποιόν από όλους τους μαθητές του θα άφηνε διάδοχό του στην σχολή, απήντησε: «Ιωάννην, ει μη οι Χριστιανοί εσύλουν αυτόν» (δηλ. τον Ιωάννη, εάν δεν μου τον άρπαζαν οι Χριστιανοί).

Στα πρώτα χρόνια της νεότητός του μετά την αποφοίτησή του από την σχολή του Λιβάνιου υπηρέτησε τον δικανικό λόγο στην γενέτειρά του, χωρίς ωστόσο να παραμελεί την μελέτη της Αγίας Γραφής και να δίνει τις πρώτες ερμηνείες του στα κείμενα αυτής και ιδίως στα Ευαγγέλια και στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Μετά την εκδημία όμως της μητέρας του, η οποία εκοιμήθη το 372 σε νεαρή και αυτή ηλικία, όπως και ο πατέρας του, ο Ιωάννης απεφάσισε να γίνει μοναχός και εν συνεχεία κληρικός ακολουθώντας την κλήση που κατήυθυνε τα βήματά του στην ζωή. Χειροτονήθηκε στην Αντιόχεια Διάκονος το 381 και εν συνεχεία Πρεσβύτερος σε αυτήν το 386.

Τα κηρύγματά του Ιωάννη ήσαν ποταμοί σοφίας, ρητορικής δεινότητας και ασύλληπτου θεολογικού βάθους. Οι λόγοι του συνήρπαζαν τους ακροατές του, οι οποίοι τούς παρομοίαζαν με «χρυσάφι», που απέρρεε από το στόμα του, για αυτό και τού αποδόθηκε το προσωνύμιο «Χρυσόστομος», το οποίο αποτελούσε ένα είδος εκκλησιαστικής ταυτότητας του μοναδικού αυτού Ιεράρχη. Έτσι, η φήμη που συνόδευε τον Ιωάννη για την ρητορική του δεινότητα και τις άλλες αρετές και ικανότητές του, που τον κοσμούσαν, λογικό ήταν να υπερβεί τα όρια της Αντιοχείας και να φθάσει μέχρι την Αυτοκρατορική Αυλή στην Κωνστανινούπολη. Εκεί ο τότε Αυτοκράτορας Αρκάδιος, επηρεασμένος από σχετικές εισηγήσεις  εκκλησιαστικών και πολιτικών κύκλων που είχαν ακούσει τον Ιωάννη και είχαν εντυπωσιασθεί από αυτόν, τον εκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εξελέγη Αρχιεπίσκοπος αυτής το έτος 398.

Η άνοδος στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Βασιλεύουσας δεν ετύφλωσε τον Ιωάννη, ώστε να πάψει να βλέπει την σήψη και την διαφθορά που απλωνόταν γύρω του ξεκινώντας βέβαια πρωτίστως από το Αυτοκρατορικό Παλάτι, που το διαφέντευε στην ουσία η Αυτοκράτειρα Ευδοξία. Ο Χρυσόστομος δεν θα μπορούσε ποτέ να ανταλλάξει τον «θησαυρό» που έβγαινε από το στόμα του,  για τον οποίο άλλωστε και εξελέγη στον Εκκλησιαστικό Θρόνο της Κωνσταντινούπολης, με την σιωπή του στην επιδημούσα αμαρτία.  Όχι μόνο στην κοινωνία της Πόλης, αλλά και της ίδιας της Αυτοκρατορικής Αυλής.

Ένας Επίσκοπος, ο οποίος για να μη χάσει τον Θρόνο του, συμβιβάζεται με την αμαρτία, όταν την βλέπει σε περίοπτους χώρους εξουσίας, δεν είναι αληθινός πνευματικός ηγέτης, αλλά δοτός διαχειριστής μιας όζουσας «χωματερής», που πρέπει να μη την ανακατεύει, για να μη πνίγει στην «δυσωδία» της την κοινωνία. Ένας τέτοιος Επίσκοπος δεν ίσταται «εις τύπον και εις τόπον Χριστού», αφού ο Ναζωραίος δεν δίστασε να πάρει  στα χέρια του το Φραγγέλιο και να μαστιγώσει με αυτό την ψεύτικη θεοσέβεια των Φαρισαίων, οι οποίοι, ενώ έβλεπαν τους εμπόρους να ρίχνουν τα «άγια τοις κυσίν» μέσα στον Ναό, έκαναν «στραβά μάτια» και δεν τους πείραζαν, αφού  συντηρούνταν από αυτούς. Ο Χρυσόστομος δεν ήταν Ιεράρχης φτιαχμένος με φαρισαϊκή στόφα. Κουβαλούσε μέσα του την εντολή του Κυρίου, ο οποίος αποδοκίμαζε  την υπακοή κάποιου ταυτόχρονα και στον «άρχοντα του κόσμου τούτου, αλλά και στον Θεό», ενώ είχε επίσης ως πνευματικό οδηγό του την παρρησία του Προδρόμου, ο οποίος δεν υπερασπίσθηκε την κεφαλήν του προ της ανομίας της Ηρωδιάδος, αλλά τον νόμο του Θεού. Έτσι εξηγείται, γιατί ο Χρυσόστομος δεν δίστασε να τα βάλει με όσους τον στήριξαν στην εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και πρωτίστως βέβαια με το Παλάτι στηλιτεύοντας την απληστία, την αναλγησία προ της πενίας άλλων, την δαφθορά και την ειδωλολατρεία της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας.

Θα χρειασθεί όμως να επανέλθουμε στο επόμενο άρθρο, διότι η προσωπικότητα και η πνευματική προσφορά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου συνιστούν ένα πολύτομο έργο που δεν μπορείς να το παρουσιάσεις, έστω και συνοπτικά, σε λίγες γραμμές.