Είναι χαρακτηριστικά και άκρως παιδαγωγικά όσα λόγια καταθέτουν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, σχετικά με την ορθόδοξη πνευματικότητα και τη φιλόθεη χριστιανική ζωή. Αυτό συμβαίνει γιατί ο λόγος τους είναι αποτέλεσμα έμπονου αγώνα, πείρας ασκητικής, προσπάθειας νηπτικής, κοπιαστικής αδιάκοπης. Είναι τρία «τα άρματα του Θεού», κατά τον Όσιο Ιωάννη της Κλίμακος: εξομολόγηση, νηστεία, προσευχή.
Διότι, ως γνωστόν, «ο διάβολος πολεμάει το φυλάκιο που είναι αδύνατο» κατά τον Άγιο Παΐσιο τον Εζνεπίδη. Από την άλλη, όταν ο νους καθαρίζεται με δάκρυα από τόσους βλαπτικούς λογισμούς, έρχεται και η νηστεία και «πεθαίνει, σκοτώνει τα πάθη», τότε δύνασαι άνευ ψυχικής τυφλώσεως – ίδιον αυτό των δαιμόνων – να αντιλαμβάνεσαι περισσότερα απ᾿ όσα βλέπεις με τους αισθητούς οφθαλμούς. Τότε αποκτάς άλλη ακοή, άλλη όραση, άλλη συχνότητα πνευματική, ξέχωρη των επιγείων και καταχθονίων και πιότερο ουράνια, μυστική και θεία: «Δίψα και αγρυπνία εξέθλιψαν καρδίαν. Καρδίας δε θλιβείσης, εξεπήδησαν δάκρυα», συμπληρώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης.
Αυτή τη συνεχή παρουσία του Θεού στην καθημερινότητά τους έζησαν οι Άγιοι, σε όλη τη διάρκεια της επίγειας βιωτής τους. Ένας Γέροντας έλεγε: «Είναι περίεργον και αξιοθαύμαστον πώς τα μεν ευχάς τας αναπέμπομεν, ως να είναι ο Θεός παρών και να ακούη όσα λέγομεν, ενώ τας αμαρτίας τας διαπράττομεν τόσον αδιάντροπα και άφοβα, ως να είναι απών ο Θεός και να μη βλέπει ούτε τα έργα μας ούτε και ημάς» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, Υποθεσις Ζ’, 6, 212). Κινδυνεύει κανείς, εύκολα, ένεκα της παχυλότητας και τρυφής του σώματος και της δυσκαμψίας της ψυχής να ταπεινωθεί έως της γης, σταδιακά αλλά σταθερά, να οδηγηθεί σε μια ρηχή τυπολατρία και φαρισαϊσμό στην έκφραση της όποιας πνευματικότητάς του, τέτοιας ποιότητος και υφής που να κάμνει τους δαίμονες να πανηγυρίζουν ότι, δήθεν πιστεύσαμε, ένας εκκλησιασμός, μια ελεημοσύνη, ένα περιστασιακό μνημόσυνο για φίλους και συγγενείς – ίσως λέγω και πολλά – είναι αρκετά για να «ξεκλειδώσουν» τη θύρα του Παραδείσου και να μας εισαγάγουν πανηγυρικά εντός αυτού!
Ουφ! Ξέρω, θα πεις τα λέγω λίγο απότομα, αποκαρδιωτικά, απαισιόδοξα! Κάθε άλλο. Ξέρουμε, γνωρίζουμε πως είναι αληθή, εκδηλώνονται καθημερινά και κερδίζει όλο και περισσότερο χώρο αυτή η χορεία των νεοχριστιανών της εποχής μας, που κατά τον μακαριστό π. Αντώνιο Αλεβιζόπουλο, ούτε λίγο ούτε πολύ, ακούσια μεν, εντέχνως δε, εκπληρώνει στο ακέραιο τον διακαή και απώτερο στόχο του Οικουμενισμού στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας: «Σκοπός του Οικουμενισμού, σήμερα, δεν είναι να αδειάσουν οι εκκλησίες, οι ορθόδοξοι ναοί, όχι! Αλλά, να γεμίσουν οι ναοί με «χριστιανούς» που δεν θα έχουν καμία σχέση με την Εκκλησία και την Ορθοδοξία!».
Θα σου μιλήσω, τώρα, φιλοαγιορείτηαναγνώστα, για έναν παππούλη και γέροντα του Αγίου Όρους. ήρθε η ώρα! Αρκετά τα παραπάνω, καιρός να πάρει ανάσα η ψυχή μας, «να αναπνεύσουμε χώμα αγιορείτικο», ως έλεγε ο μακαριστός Θεόκλητος Διονυσιάτης. Είναι ο Γέρων Θεοφύλακτος. Κοιμήθηκε πριν, περίπου, έναν αιώνα, στα 1924. Το παράδοξο, ενδεχομένως σε εμάς, πλην όμως, πλέον συνηθισμένο στους αγιορείτες και όσους έχουν, όπως έγραφα παραπάνω, «πνευματική συχνότητα» είναι ότι, ενώ ο Γέροντας ήταν άκρως σοβαρός και μετρημένος σε όλη την οσιακή ζωή του, άλλωστε ποτέ δεν το είδαν να χαμογελά, όταν κοιμήθηκε, η μορφή του έλαβε ένα ουράνιο και ασυγκράτητο μειδίαμα, ένα υπερκόσμιο χαμόγελο, απόρροια και αποτέλεσμα, προφανώς, όσων εκείνος ο μακάριος και ιλαρός γέροντας έβλεπε και συναντούσε! Ιδού, λοιπόν, σού επισυνάπτω και μεταφέρω προς επίρρωση, τη σχετική αγιορείτικη διήγηση: «Ο Γέρων αυτός Θεοφύλακτος, προσποιούνταν το σαλό και τον κουφό, για να μην τον ενοχλούν οι άλλοι Μοναχοί, το 1924 ημέρα Σάββατο, κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τη θεία Λειτουργία που έφυγαν όλοι οι Πατέρες, από τους οποίους είχε ζητήσει χωριστά από τον καθένα συγχώρεσι, σταύρωσε τα χέρια και παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Δεσπότου Χριστού, χαρούμενος, διότι μετά τρεις μέρες που τον επισκέφθηκαν οι Πατέρες, τον βρήκαν στη στάσι αυτή σχηματισμένον μέσα στο σπήλαιο του Αγίου Νήφωνος, με το χαμόγελο στα χείλη» (Ανδρέου Μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, Αθήνα 1994, σελ. 169).
Χαρισματική, όμως, και πανάξια αναφοράς είναι και η οσιακή ζωή του Οσίου Λεοντίου του Μυροβλύτου, εκ της Ιεράς Μονής του Διονυσίου. Είχε ζητήσει και είχε λάβει την ευλογία να παραμείνει «έγκλειστος» εντός της Μονής, να κινείται δηλαδή, μόνο, μεταξύ των πλέον απαραίτητων χώρων της: καθολικό, τράπεζα, κελλί! Γνωρίζεις δε, για πόσο χρονικό διάστημα το έκαμνε αυτό; 75 ολόκληρα χρόνια! Μάλιστα! Λέγουν για τον Άγιο Λεόντιο «ότι δε γνώριζε πού είναι η πόρτα της Μονής, επειδή ούτε στο προαύλιο δεν είχε ποτέ του βγει, έστω και περιεργείας χάριν, αφοσιωμένος στη υπακοή και στο διακόνημά του […] Δεν γνώριζε ποτέ τι θα πει αντιλογία ή άρνηση στην υπηρεσία που ο ηγούμενος και οι προεστοί τού ώριζαν, αλλά πάντοτε πρόθυμος, είχε μάθει τις δύο κυριώτερες λέξεις που έχει η γλώσσα της Καλογερικής, η μία είναι το «Ευλόγησον» και η άλλη είναι «να είναι ευλογημένο»…Προείδε και προείπε το θάνατό του και άφησε για παράδειγμα, στους επιγενόμενους, τη ζωή του. Του οσίου τούτου το λείψανο, όταν το μετέφεραν στο Κοιμητήρι για να το ενταφιάσουν, έβγαλε άγιο μύρο με άρρητη ευωδία, για τούτο λέγεται μυροβλύτης» (Αυτόθι, σελ. 257).
Πόσο αγάπησα και αγαπώ αυτά τα γεροντάκια, αυτούς τους «ξεχασμένους» και λησμονημένους ακόμη και από τους συγγενείς τους, μοναχούς, που άφησαν τα πάντα, κάθε άνεση, απόλαυση, επίγεια τρυφή και κοσμική ηδονή και «έφυγαν» για να συναντήσουν το «Πρόσωπο του Απολύτου», κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του οποίου, η Αγία μας Εκκλησία τίμησε τη μνήμη, λίγες ημέρες πριν. Πόσο με διδάσκουν, πόσο αυτομάτως, ακαριαίως «ξεφουσκώνουν» τη φιλαρέσκεια και εγωπάθειά μου κάθε που τολμώ να σκεφθώ κάτι περισσότερο από αυτόν τον τάφο που με περιμένει!
Θα κλείνω και σήμερα, όπως συνηθίζω και με αναπαύει: δια της εσωτερικής και εσώκλειστης επαναλήψεως! Ουφ! Ξέρω, θα πεις τα λέγω λίγο απότομα, αποκαρδιωτικά, απαισιόδοξα! Κάθε άλλο. Είναι τρία «τα άρματα του Θεού», κατά τον Όσιο Ιωάννη της Κλίμακος: εξομολόγηση, νηστεία, προσευχή. Διότι, ως γνωστόν, «ο διάβολος πολεμάει το φυλάκιο που είναι αδύνατο» κατά τον Άγιο Παΐσιο τον Εζνεπίδη. Αλήθεια, πόσο αγάπησα και αγαπώ αυτά τα γεροντάκια, αυτούς τους «ξεχασμένους» και λησμονημένους ακόμη και από τους συγγενείς τους, μοναχούς, που άφησαν τα πάντα, κάθε άνεση, απόλαυση, επίγεια τρυφή και κοσμική ηδονή και «έφυγαν» για να συναντήσουν το «Πρόσωπο του Απολύτου».