Dogma

Μύδροι Βεροίας Παντελεήμωνος για τη θεσμοθέτηση «γάμου» μεταξύ δύο ατόμων του ιδίου φύλου.

Βεροίας Παντελεήμων: Ο άνθρωπος Σώμα Χριστού

Η θεσμοθέτηση «γάμου» μεταξύ δύο ατόμων του ιδίου φύλου και η αποδοχή ως νόμιμης και αποδεκτής μιάς σχέσης αντίθετης όχι μόνο προς την ανθρώπινη φύση, όπως αυτή πλάσθηκε από τον Θεό, αλλά και αντίθετη προς τον λόγο και τον νόμο του, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία απόφαση η οποία ευτελίζει την αξία και την ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος.

Το σώμα μας δεν είναι ιερό μόνο επειδή πλάσθηκε από τον Θεό, αλλά και γιατί τιμήθηκε σε υπερβολικό βαθμό από τον Υιό και Λόγο του Θεού, ο οποίος από απέραντη αγάπη για τον άνθρωπο και προκειμένου να μας απαλλάξει από την αμαρτία και να μας σώσει «εκένωσεν εαυτόν». Ενανθρώπησε και έλαβε την ανθρώπινη σάρκα και με αυτήν ανεστράφη ανάμεσά μας και για να μας δείξει την απέραντη αγάπη του έπαθε, υπέμεινε και απέθανε για μας.

Και δεν περιορίσθηκε όμως μόνο σε αυτά, αλλά το πιο παράδοξο, γράφει ο μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, είναι ότι ο Χριστός δεν υπέμεινε καρτερικά το Πάθος του για χάρη μας, μόνο όταν έπασχε και πέθαινε επί του Σταυρού, αλλά και μετά την ανάστασή του, όταν ελευθερώθηκε το Σώμα του από τη φθορά. Ο Χριστός εξακολουθεί να φέρει τις πληγές και με αυτές τις πληγές, με τη λογχισμένη πλευρά του και τα σημάδια των ήλων στα χέρια του και τα πόδια του εμφανίζεται στα μάτια των αγγέλων αλλά και των μακαρίων εκείνων ανθρώπων, των αγίων, οι οποίοι αξιώθηκαν να τον δούν. Έτσι ακριβώς είδε τον Κύριό μας και ο όσιος Γεράσιμος ο Υμνογράφος, ο Μικραγιαννανίτης, όταν έλαμψε ενώπιόν του «υπέρ χιλίους ηλίους», αλλά φέροντας στα χέρια του και τα πόδια του τους τύπους των ήλων.

Ο Χριστός θεωρεί αυτές τις πληγές κόσμημά του και χαίρεται να δείχνει ότι υπέμεινε δεινά για την αγάπη των ανθρώπων. Και ενώ με την Ανάστασή του απέβαλε όλα τα σωματικά στοιχεία, και το Σώμα του είναι πλέον πνευματικό και δεν έχει ούτε βάρος ούτε πάχος, δεν απέβαλε τα τραύματα ούτε εξάλειψε τις πληγές, αλλά θέλησε να τις διατηρήσει από αγάπη για τον άνθρωπο. Διότι με αυτές βρήκε το απολωλός και με το κέντημα της λόγχης κατέκτησε τον άνθρωπο που αγαπούσε.

Αλλά ούτε και σε αυτό περιορίζεται ο Χριστός, δηλαδή στο να λάβει και να διατηρήσει ο ίδιος το ανθρώπινο σώμα, Καθιστά και τα δικά μας σώματα δικά του και τα σώματά μας μέλη του δικού του σώματος.

Και πως το επιτυγχάνει αυτό;

Με τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας, μέσω των οποίων μας δίδει τη χάρη του ή μάλλον μας προσφέρει ολόκληρο τον εαυτό του. Έτσι τα μέλη μας είναι Χριστού μέλη. Αυτών των μελών την κεφαλή προσκυνούν τα Χερουβίμ. Τα πόδια μας και τα χέρια μας εξαρτώνται από εκείνη, από τον ίδιο τον Κύριό μας, που είναι η κεφαλή μας.

Αν καταλάβουμε πόσο μεγάλη αξία μας δίδει ο Θεός, τότε δεν θα την προδώσουμε εύκολα. Δεν θα αφήσουμε τη γλώσσα μας να πεί λόγο πονηρό, αν έχουμε στον νού μας το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και το Αίμα του Χριστού που έβαψε αυτή τη γλώσσα κόκκινη.

Πως θα στρέψουμε τα μάτια μας σε κάτι που δεν πρέπει, όταν με αυτά αντικρύσαμε τα φρικτά μυστήρια; Αλλά ούτε και θα κατευθύνουμε τα πόδια μας, ούτε και θα απλώσουμε τα χέρια μας σε κάτι αμαρτωλό, αν έχουμε ζωντανή την αίσθηση ότι και τα χέρια μας και τα πόδια μας είναι μέλη Χριστού ιερά και περιέχουν σαν φιάλες το Αίμα του, ή μάλλον έχουν ενδυθεί ολόκληρο τον Σωτήρα Χριστό. Τον έχουν ενδυθεί όχι σαν ιμάτιο ούτε σαν το σύμφυτο με το σώμα δέρμα, αλλά πολύ πιο τέλεια. Γιατί το ένδυμα αυτό είναι ενωμένο με τους πιστούς πολύ πιο στενά και από τις αρθρώσεις και από τα οστά, γράφει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Τα μέλη θα μπορούσε κάποιος να τα αφαιρέσει από το σώμα και παρά τη θέληση του ανθρώπου. Αλλά κανείς δεν θα μπορέσει να αφαιρέσει χωρίς τη θέλησή του τον Χριστό, ούτε άνθρωπος, ούτε δαίμονας, «ούτε τα παρόντα», όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, «ούτε τα μέλλοντα, ούτε ύψος, ούτε βάθος, ούτε κάποιο άλλο δημιούργημα», όση δύναμη και αν ασκήσει επάνω του.

Τι λοιπόν είναι ιερώτερο από το σώμα μας, με το οποίο ενώθηκε ο Χριστός στενότερα από κάθε φυσική ένωση; Πως δεν θα σεβασθούμε και δεν θα διαφυλάξουμε την ιερότητά του, αν γνωρίσουμε τη θαυμαστή λαμπρότητά του και την έχουμε συνεχώς ενώπιον των οφθαλμών της ψυχής μας; Γιατί, αν τους ναούς, τα σκεύη και οτιδήποτε ιερό, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε ότι είναι ιερά, τα διατηρούμε με κάθε τρόπο αμόλυντα, πολύ περισσότερο δεν θα μολύνουμε κάτι που είναι ιερώτερο από αυτά. Και φυσικά, τίποτε δεν είναι ιερώτερο από τον άνθρωπο, με τη φύση του οποίου ενώθηκε ο ίδιος ο Θεός.

Κι όμως εμείς αντί να τιμούμε και να σεβόμεθα αυτό το σώμα, αγιάζοντάς το με τη χάρη του Θεού και με την εφαρμογή των εντολών του, εμείς το υποβιβάζουμε και το εξαχρειώνουμε θεσμοθετώντας με τον νέο αυτό νόμο την παρά φύση και την αντίθετη προς τον νόμο του Θεού χρήση του ή μάλλον κατάχρησή του ως ισότιμη με αυτήν για την οποία μας δημιούργησε ο Θεός «άρσεν και θήλυ».

Αυτή τη δυνατότητα δίδει δυστυχώς ο νέος νόμος, ο οποίος επιτρέπει «γάμο» μεταξύ δύο ανθρώπων του ιδίου φύλου και δίδει στους δύο αυτούς ανθρώπους το δικαίωμα να γίνονται γονείς, είτε υιοθετώντας παιδιά, είτε αναγνωρίζοντας ως παιδιά αυτά που απέκτησαν μέσω μιάς παρένθετης μητέρας σε άλλη χώρα. Και όλα αυτά γίνονται με τη δικαιολογία της ισότητος των δικαιωμάτων, που πρέπει να αναγνωρίζονται σε όλους τους ανθρώπους αλλά και των δικαιωμάτων που οφείλει να αναγνωρίσει η πολιτεία στα παιδιά αυτά.

Όμως όλος αυτός ο συλλογισμός εδράζεται σε μία λανθασμένη βάση, γιατί γάμος είναι η ένωση δύο ετερόφυλων ανθρώπων που έχουν βιολογικά τη δυνατότητα να αποκτήσουν παιδιά, τα οποία ολοκληρώνουν την έννοια της οικογενείας. Και αυτοί οι δύο άνθρωποι, που ενώνονται στον γάμο και φέρνουν παιδιά στον κόσμο, είναι οι γονείς των παιδιών, τους οποίους δεν έχει το δικαίωμα κανείς να τους στερήσει από τα παιδιά.

Τι γίνεται όμως με τα παιδιά που αποκτούνται από ένα ζευγάρι ανθρώπων του ιδίου φύλου και δεν έχουν δικαίωμα ούτε να γνωρίσουν ούτε να ζήσουν μαζί με τον ένα ή και με τους δύο γονείς τους; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη αυτής της σοβαρής απουσίας από τη ζωή και την ανατροφή των παιδιών; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για την έλλειψη μητρικού ή πατρικού προτύπου μέσα στην «οικογένεια» αυτή; Και ποιος μπορεί να είναι βέβαιος για τις επιπτώσεις που θα έχει το παράδειγμα μιάς ομοφυλόφυλης σχέσεως, την οποία θα θεωρούν ως «οικογένειά» τους τα παιδιά αυτά, στην εξέλιξη της προσωπικότητός τους; Αλλά και ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη γιατί αυτή η «οικογένεια» είναι το αποτέλεσμα μιάς αθέσμου συμβιώσεως που αντιτίθεται και παραβιάζει την εντολή του Θεού και την ίδια την ανθρώπινη φύση;

Eίναι θλιβερό, όταν ο Θεός μας κάνει την τιμή να ευλογεί την ένωση δύο ανθρώπων μέσα τον γάμο και την οικογένεια, εμείς οι ίδιοι να δημιουργούμε με αυτόν τον νόμο «οικογένειες» που όχι μόνο δεν έχουν την ευλογία του Θεού αλλά αντιστρατεύονται τον νόμο του. Και εάν ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να ζει όπως θέλει, ακόμη και καταπατώντας τον νόμο του Θεού, πως μπορεί ο νόμος να δίδει στον άνθρωπο αυτόν το δικαίωμα να αναγκάζει με την επιλογή του και άλλους ανθρώπους, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα παιδιά, να ζούν σε ένα περιβάλλον που από τη φύση του αντιτίθεται στον νόμο του Θεού;

Πόσο τραγικό είναι για εμάς τους ίδιους αλλά και πόσο προσβλητικό είναι για τον Θεό!

Ας το συνειδητοποιήσουμε και ας αλλάξουμε στάση!

† Ο Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παντελεήμων