Πιάνεις, ας πούμε, τον εαυτό σου γεμάτο θυμό, κακία, οργή, ζήλια. Άφησε τον κακό εαυτό σου. Πες του: «Σε ξέρω, εαυτέ μου. Τι περιμένω από σένα; Κακία, οργή, μίσος, τέτοια πράγματα. Δεν σε προσέχω όμως».
Και να πας στον Χριστό λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ με! Σώσε με από τον εαυτό μου!»
Αυτό σημαίνει πως αγνοείς το πάθος, την κακή κατάστασή σου, με την έννοια ότι δεν την προσέχεις ώστε να επηρεασθείς από αυτήν και να ενεργήσεις ανάλογα. Την περιφρονείς, αλλά για να πας στη θετική εργασία: στην επίκληση του Ιησού, στην προσευχή.
Αυτό όμως συνιστά ξεπέρασμα του πάθους. Έχει αποτέλεσμα, φέρνει καρπό.
Όταν στρέφεσαι στον Χριστό, σε οποιαδήποτε ανάγκη κι αν βρίσκεσαι, την ανάγκη πρέπει να την ξεχάσεις, να μην την υπολογίζεις, σαν να μην τη βλέπεις· να μην επηρεάζεσαι από αυτήν. Και έτσι να λες «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν έχεις έναν πειρασμό και αρχίζεις να λες την ευχή, αλλά πιο πολύ σκέπτεσαι τον πειρασμό που έχεις, τον κίνδυνο που διατρέχεις, και είσαι τρομοκρατημένος και λες την ευχή ως δίψυχος ενώπιον του Θεού, όχι μόνο δεν πρόκειται να βγει τίποτε με την προσευχή σου αυτή, αλλά μπορεί να γίνεις και χειρότερα. Λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι, όταν προσεύχονται στον Θεό, ή προσεύχονται άψυχα, χωρίς συναίσθηση, ή προσεύχονται σπασμωδικά, τρομαγμένοι, φοβισμένοι.
Να καταφεύγεις στον Θεό με σιγουριά, με εμπιστοσύνη ότι σε ακούει. Να μην κολλάς στο πώς εσύ αισθάνεσαι. Να αφήνεσαι στον Θεό, και ο Θεός επεμβαίνει και τα κανονίζει όλα.
Από τα βιβλία: π. Συμεών Κραγιοπούλου (†), “Πνευματικά Μηνύματα 2017”, σελ. 235, και “Πνευματικά Μηνύματα 2018”, σελ. 131.