Dogma

Να ξαναγίνει η Εκκλησία ό,τι ήταν παλιότερα

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Όλοι γνωρίζουμε, τί ήταν η Εκκλησία παλιότερα για τον λαό και γιατί είχε την πρώτη θέση μεταξύ των θεσμών που αυτός εμπιστευόταν περισσότερο. Πώς λοιπόν έγινε και από την κορυφή της εμπιστοσύνης του λαού κατρακύλησε η Εκκλησία στην θέση του ουραγού, όπως καταγράφεται στις σχετικές δημοσκοπήσεις; Τίποτε από όσα συμβαίνουν στην ζωή μας δεν είναι τυχαίο. Ακόμη και η κλιματική αλλαγή, που μάς «βομβαρδίζει» συνεχώς τελευταία με ακραία καιρικά φαινόμενα, έχει και αυτή την εξήγησή της, την οποία, εάν ψάξει κάποιος, θα την εντοπίσει σε συγκεριμένες εσφαλμένες ενέργειες ή παραλείψεις των  «μεγάλων», που κυβερνούν σήμερα τον κόσμο.

Πόσο μάλλον τα κοινωνικά φαινόμενα που διαμορφώνουν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των διαφόρων θεσμών, με τους οποίους λειτουργεί μια κοινωνία. Αποτελεί συνεπώς επιβεβαιωμένο αξίωμα της ζωής ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στο φυσικό και κοινωνικό μας περιβάλλον. Εφ’ όσον λοιπόν έχει έτσι το πράγμα και με δεδομένη την προαναφερθείσα κατάσταση των πραγμάτων σε σχέση με την παλιότερη και την σημερινή θέση της Εκκλησίας στην αξιολογική  κατάταξη μεταξύ των θεσμών, όπως αυτή εκφράζεται δημοσκοπικά από την κοινή γνώμη, τίθεται εδώ το ερώτημα, εάν τα αρμόδια όργανα της διοικούσης Εκκλησίας ασχολήθηκαν ποτέ με το σπουδαίο και χρονίζον αυτό το πρόβλημα, ώστε να αναζητήσουν τα αίτια που το προκαλούν και να φροντίσουν να τού δώσουν την ενδεδειγμένη λύση  για την επαναφορά των πραγμάτων στην θέση τους. Δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου η συγκρότηση από την Εκκλησία κάποιας επιτροπής για την ενδελεχή μελέτη της σημερινής αρνητικής στάσης των πολιτών και ιδίως των νέων εξ αυτών έναντι της Εκκλησίας.

Το φαινόμενο που συζητούμε εδώ συνιστά μια παθογένεια  που πλήττει αποκλειστικά την Εκκλησία. Και αυτή  την παθογένεια δεν θα μπορέσουμε να την θεραπεύσουμε ποτέ, εάν δεν βρούμε, τί είναι εκείνο που την  δημιουργεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως  είναι επικίνδυνο να την αφήνεις ανεξέλεγκτη, διότι ενδέχεται νε εξελιχθεί σε ενδημική κτάσταση ή σε γάγγραινα που εγκυμονεί τον κίνδυνο να σκοτώσει τον  οργανισμό που έχει προσβληθεί από την  σχετική παθογένεια, δηλ. στην προκειμένη περίπτωση την Εκκλησία. Γι’ αυτό περιμέναμε την άμεση αντίδραση των αρμοδίων της διοικούσης Εκκλησίας, μόλις εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα της προαναφερθείσης παθογένειας. Υπό άλλες συνθήκες εκείνος που θα έπρεπε να παροτρύνει και να συντονίσει την Ιεραρχία στην αντιμετώπιση της εν λόγω παθογένειας θα έπρεπε να είναι ο Αρχιεπίσκοπος. Για να ανταποκριθεί όμως στον ρόλο του αυτό ο Αρχιεπίσκοπος, θα έπρεπε να ήταν…Χριστόδουλος, ο οποίος δεν θα άφηνε να του ξεφύγει η κατάσταση. Ο κ. Ιερώνυμος όμως δεν είναι Χριστόδουλος. Δεν έχει την πυγμή που χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Όχι μόνο τώρα που λόγω ηλικίας σέρνεται, αλλά και όταν ακόμη είχε παλιότερα τις ψυχοπνευματικές και βιολογικές ικανότητες. Ο κ. Ιερώνυμος δεν είναι Ιεράρχης των μεγάλων αποφάσεων που τέμνουν ζητήματα και δίνουν τις ενδεδειγμένες λύσεις, όταν χρειάζεται. Είναι άνθρωπος  που στερείται οράματος για την Εκκλησία. Άλλωστε, όπως απέδειξε, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η καρέκλα της εκκλησιαστικής εξουσίας, από την οποία δεν εννοεί να απομακρυνθεί, μολονότι του λείπουν σήμερα οι ψυχοπνευματικές δυνάμεις. Πέραν αυτών ο κ. Ιερώνυμος είναι ακατάλληλος και για ένα άλλο ακόμη λόγο να ηγηθεί της προσπάθειας θεραπείας της προαναφερθείσης παθογένειας που πλήττει την Εκκλησία: Έχει στερηθεί προ πολλού της έξωθεν καλής μαρτυρίας από τότε που αυτοβούλως προσφέρθηκε να γίνει η εκκλησιαστική βακτηρία του άθεου πνευματικού του τέκνου κ. Τσίπρα τόσο για την επίτευξη της κατάπτυστης Συμφωνίας των Πρεσπών όσο και για την απόπειρα της αλλαγής του καθεστώτος μισθοδοσίας του Εφημεριακού Κλήρου, τον οποίο προσφέρθηκε ελαφρά τη καρδία να προδώσει, επειδή αυτό υπαγόρευε η ανάγκη της πολιτικής επιβίωσης του πνευματικού τέκνου του της «αριστεράς του τίποτα». Είναι δηλ. ο κ. Ιερώνυμος η «Κεφαλή» της σημερινής πάσχουσας Εκκλησίας. Πώς λοιπόν αυτός που συντηρεί την εικόνα αναξιοπιστίας της σημερινής Εκκλησίας θα μπορούσε να ασχοληθεί με την αναζήτηση του κατάλληλου φαρμάκου για την θεραπεία της παθογένειας που δημιουργεί ο ίδιος;

Καθώς γράφω αυτές τις σκέψεις έρχεται  συνειρμικά στο μυαλό μου μεγάλη Εορτή των Τριών Ιεραρχών, που γιορτάσαμε πρόσφατα, κατά την οποία η Εκκλησία μας, τιμά από κοινού, σύμφωνα με το σχετικό τροπάριο της εορτής,  «τους τρεις μεγίστους Φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος, τους μελιρρήτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας…». Έχει καθιερωθεί να λέγεται στην εκκλησιαστική βιβλιογραφία ότι ο 4ος αιώνας, κατά τον οποίο έζησαν οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν ο «χρυσούς αιώνας της Εκκλησίας». Πρέπει μάλιστα να υπογραμμισθεί εδώ ότι οι Τρείς Ιεράρχες δεν ήσαν μόνο πρότυπα των Χριστιανών της εποχής τους. Είχαν ευρύτερη αποδοχή και από τους ειδωλολάτρες της εποχής τους. Αξίζει να θυμηθούμε  εδώ τον Λιβάνιο, ιδρυτή της ρητορικής σχολής, την οποία παρηκολούθησε  ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Λιβάνιος εθαύμαζε τόσο πολύ τον Ιωάννη, ώστε τον προόριζε ως διάδοχόν του στην Σχολή του «ειμή οι Χριστιανοί εσύλουν αυτόν», όπως έλεγε, εάν δηλ δεν  τού τον άρπαζαν οι Χριστιανοί. Ανάλογη είναι και η εκτίμηση που έδειξε ότι τρέφει προς τους Τρεις Ιεράρχες  ένας πολύ μεταγενέστερος συγγραφέας των αρχών του 20ου αιώνα, ό άθεος και υλιστής Γιάννης Κορδάτος, ο οποίος στο έργο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» μιλάει με εξαιρετικά κολακευτικά λόγια για  τους «Τρεις Ιεράρχες». Πως εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Τί είχαν τότε οι Τρεις Ιεράρχες, που δεν το έχουν οι σημερινοί Ιεράρχες της Εκκλησίας μας,  γι’ αυτό και οι σχετικές δημοσκοπήσεις των πολιτών  βγάζουν μια εικόνα αναξιοπιστίας της Εκκλησίας, που μας αγκυλώνει όσους ανησυχούμε για την πορεία και την προοπτική της Εκκλησίας μέσα στους σημερινούς άφιλους καιρούς;

Οι Τρεις Ιεράρχες, πέρα από τα ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα που διέθεταν όλοι, είχαν ένα κοινό γνώρισμα που τους συνέδεε μεταξύ τους. Φρόντιζαν όχι μόνο να κάνουν κτήμα του Λαού τις πνευματικές παρακαταθήκες, που του άφηναν, αλλά και να καταστήσουν κοινωνούς όλους τους πολίτες στα προσωπικά υλικά αγαθά, που κουβαλούσαν από την πατρική τους περιουσία. Τίποτε δεν άφησαν να μείνει αυστηρά δικό τους περιουσιακό αγαθό, ανέγγιχτο από την έγνοια της αγαθοεργίας υπέρ των αναξιοπαθούντων. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στον Μεγάλο Βασίλειο, ο οποίος αν και κατήγετο  από εξαιρετικά πλούσια οικογένεια, διέθεσε όλα τα χρήματά του για την κατασκευή της περίφημης Βασιλειάδας, ενός δηλ. συγκροτήματος κτιρίων που περιελάμβανε γηροκομείο, ορφανοτροφείο, λεπροκομείο και άλλα συναφή ιδρύματα., Για τον εαυτό του κράτησε μόνο ένα τριμμένο ράσο. Αυτή ήταν όλη κι’ όλη η περιουσία του: Φτώχηνε ο Βασίλειος στην εγκόσμια βασιλεία, για να πλουτίσει στην Επουράνιο. Γιατί λοπόν να μη  γίνονται σεβαστοί απ’ολους οι Τρες Ιεράρχες, αφού μας δίνουν ένα πρότυπο ζωής, που λείπει, δυστυχώς, σήμερα από την Εκκλησία; Στον αντίποδα αυτών των σκέψεων μάς έρχονται σήμερα κάποια  παραδείγματα ορισμένων Αχιερέων, οι οποίοι εισέρχοναι πένητες στην Αρχιερωσύνη και εξέρχονται αυτής  ως κροίσοι.  Και το σπουδαιότερο: Διαθέτουν τα άνομα κέρδη τους από τον σφετερισμό των εσόδων της Μητροπόλεώς τους κατά το δοκούν εντελώς  ανεξέλεγκτα. Οι περιπτώσεις των μακαριστών  Μητροπολιτών πρώην Αττικής, Παντελεήμονος Μπεζενίτη και Παντελεήμονος Καρανικόλα,  Μητροπολίτη Κορινθίας, που καταδικάσθηκαν για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, μάς δείχνουν ότι η απόσταση ανάμεσα στους Βασιλείους και στους Μπεζενίτες ή Καρανικόλες είναι ίση με αυτήν που υπάρχει ανάμεσα στους αληθινούς Αγίους και στους αγιογδύτες. Εάν θέλει λοιπόν η Εκκλησία να ανασκευάσει την εικόνα της στην κοινωνία, πρέπει να φροντίσει να εξαφανίσει πρωτίστως από τους κόλπους της τους «αγιογδύτυες» εφαρμόζοντας αυστηρά το «πόθεν έσχες» για όλους ανεξαιρέτως τους Μητροπολίτες, ώστε να μη μπορούν να διαθέσουν περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι δικά τους σε τρίτους. Δεν εξαντλεί ασφαλώς το μέτρο αυτό την προσπάθεια εξυγίανσης της Εκκλησίας. Αποτελεί όμως μια αφετηρία, για να αλλάξει κάτι στην Εκκλησία.