Όταν σπουδάζαμε βυζαντινή μουσική, ενθυμούμαι παλιότερα, μάς έλεγαν στο Ωδείο ότι τα «κοινωνικά» δεν πρόκειται, σχεδόν ποτέ, να τα ψάλλουμε στους ναούς, εκτός βέβαια, ελαχίστων εξαιρέσεων. Ο λόγος; Σήμερα ψάλλονται σε μετρημένους, στα δάκτυλα της μιας χειρός, ναούς, διότι, δυστυχώς, το «κοινωνικό» εξαλείφθηκε και τη θέση του πήρε, και εγκαθιδρύθηκε, η ώρα του κηρύγματος!
Για το κήρυγμα δεν θα πω περισσότερα, ούτε για την ώρα ούτε, βέβαια, για το χρόνο διάρκειάς του, καθώς έχουμε κάνει εκτενή αναφορά αλλού (1). Θα αναφερθούμε, όμως, στο «κοινωνικό», στη μουσικολογική και όχι μόνο αξία του και στην όλη λειτουργική – προσευχητική συνεισφορά του.
Το «κοινωνικό» είναι ψαλμικός – βιβλικός ύμνος, συνήθως στίχοι από ψαλμό, «καλυπτήριος της θείας Κοινωνίας, που σταματά όταν τελειώσει η θεία Κοινωνία των ιερέων με το εφύμνιο «Αλληλούϊα»»(2). Αναφέρεται προτρεπτικά και προφητικά στη θεία Κοινωνία και, τρόπον τινά, προετοιμάζει τους πιστούς που έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα για να κοινωνἠσουν. Οι ιεροψάλτες διακόπτουν το «κοινωνικό» όταν εξέλθουν οι ιερείς από το ιερό Βήμα και συνεχίζουν να ψάλλουν αυτό καθ᾿όλη τη διάρκεια της θείας Κοινωνίας. Η συνήθεια, την ώρα αυτή, δηλαδή, που κοινωνούν οι πιστοί, αντί του «κοινωνικού» να ψάλλονται τροπάρια της ημέρας ή της εορτής (ενδεχομένως της ημέρας) ή, ακόμη χειρότερα μακρόσυρτα και «άφθογγα» τεριρέμ (όπως και ψαλλοτράγουδα!!!) είναι άκρως εσφαλμένη και αντιπαραδοσιακή!
Η συνήθεια, πάλι (διότι, δυστυχώς, περί συνήθειας, πλέον, πρόκειται) λίγο πριν αρχίσει το «κοινωνικό», ν᾿ ακούγεται η προσταχτική φωνή του λειτουργού από μικροφώνου, που να υποδεικνύει στον ιεροψάλτη το «κομμάτι» που εκείνη τη στιγμή ορέγεται ν᾿ ακούσει ο ίδιος, πέραν του ότι θυμίζει «παραγγελιά» και «μερακλίστικο αίτημα», είναι αχαρακτήριστη, αβάσιμη, αντιλειτουργική! Επί του αναλογίου, ευτυχώς ή δυστυχώς, ακόμη, την εύθυνα φέρουν οι διορισμένοι ιεροψάλτες του ναού και μόνον αυτοί. Διαφορετικά, ας μην τους διόριζαν οι έχοντες την αποκλειστική ευθύνη!
Η χρονική διάρκεια των «κοινωνικών» με μία μέσης τροπικής εκτέλεσης διαδικασία, σχεδόν, δεν ξεπερνά το δεκάλεπτο! Οι μουσικοί δάσκαλοι και συγγραφείς, στην πλειονότητά τους ιερωμένοι, δεν τα έγραψαν και συνέθεσαν τυχαία. Ε, λοιπόν, ας τα ψέλνουμε, όχι να τα βλέπουμε μόνο ως διακοσμητικά στοιχεία και να τα αφήνουμε στο χρονοντούλαπο των στασιδιών και των αναλογίων.
Η συνήθεια, δε, την ώρα – προσοχή! – μετά το «κοινωνικό», όταν, ενδεχομένως ο ιερέας – λειτουργός δεν έχει εξέλθει ακόμη του ιερού Βήματος, να διαβάζονται στους ναούς (από τον ιεροψάλτη ή τον αναγνώστη, εάν υπάρχει), ευχές από την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως, αναμφισβήτητα, είναι ευχάριστη, κατανυκτική, και προτρεπτική στην όλη ενδόμυχη προετοιμασία μας για τη θεία Κοινωνία.
Τέλος, αποτελεί προσβολή προς τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό μας, κάθε φορά που ο λειτουργός κοινωνεί τον κόσμο και λαό του Θεού και ο πρωτοψάλτης ή ο Λαμπαδάριος του ναού, αφήνοντας, ειδικά εκείνη τη στιγμή, στο αναλόγιο κάποιους βοηθούς του, εισέρχεται εντός του ιερού Βήματος για ολιγόλεπτη ανάπαυση, συζήτηση ή ακόμη και για στιγμιαίο ανεφοδιασμό! Αναφέρομαι, βέβαια, όχι στις εξαιρέσεις, αλλά στον κανόνα.
1.Πρβλ., Δημητρίου Λυκούδη, Λειτουργικά Ζητήματα, τόμος Α’, Αθήνα 2017, σελ. 84-85.
2.Βλ. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου (πρωτοπρεσβ.) Λατρευτικό Εγχειρίδιο, Στοιχεία λατρείας για την τάξη και τη λατρεία της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 119.