Είναι γνωστόν ότι μεταξύ των θεμάτων που βρίσκονται στο διάλογο Εκκλησίας και Κράτους για επίλυση είναι δύο σοβαρά θέματα.
Το πρώτο θέμα είναι το μάθημα των Θρησκευτικών. Η υπουργός Νίκη Κεραμέως δήλωσε: «Υπάρχουν δύο αποφάσεις του ΣτΕ του 2018, οι οποίες έχουν κρίνει το πρόγραμμα σπουδών αντισυνταγματικό. Μέλημά μας είναι φυσικά να συμμορφωθούμε στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης». Συγχρόνως τόνισε ότι σκοπός της κυβέρνησης είναι αφ’ ενός μεν να συμμορφωθεί «απόλυτα με τις αποφάσεις της δικαιοσύνης», αφ’ ετέρου δε να γίνει «το μάθημα των Θρησκευτικών πιο ελκυστικό για τους μαθητές».
Να θυμίσω ότι αναμένεται και μία άλλη απόφαση του ΣτΕ για τα προγράμματα του Κώστα Γαβρόγλου.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν δύο τύποι προγραμμάτων των Θρησκευτικών. Ο ένας τύπος είναι το πρόγραμμα, που ίσχυε πριν το 2016, το λεγόμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα, που οι μέχρι τότε αποφάσεις του ΣτΕ το θεωρούσαν ως συνταγματικό. Ο άλλος τύπος είναι το Πρόγραμμα Σπουδών, που οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ το έκριναν αντισυνταγματικό. Αν δεν γίνει αυτή η διάκριση μεταξύ των δύο Προγραμμάτων, το θέμα δεν θα λυθεί.
Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν θα ασχοληθεί ξανά με τη λεγόμενη διόρθωση του Προγράμματος Σπουδών, που είναι αντισυνταγματικό, και πρέπει να προετοιμαστεί για διάλογο με το Υπουργείο Παιδείας για τη βελτίωση του προηγουμένου Αναλυτικού Προγράμματος, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό. Δηλαδή, θα πρέπει να εφαρμοστεί η ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας της 9η Μαρτίου 2016, της οποίας ήμουν εισηγητής, διότι φαίνεται καθαρά ότι η πρόταση και η απόφαση εκείνη ήταν η πιο ρεαλιστική και σύμφωνη με τις αποφάσεις του ΣτΕ, και τους στόχους της νέας κυβέρνησης.
Το δεύτερο θέμα για το διάλογο μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας είναι η «πρόθεση» για συμφωνία μεταξύ Αρχιεπισκόπου και πρωθυπουργού της 6ης Νοεμβρίου 2018. Ήδη για το θέμα αυτό υπάρχει σαφής και ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας της 20ης Μαρτίου 2019.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Ιεραρχία εμμένει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος και θα κάνει διάλογο με την Πολιτεία σε άλλα θέματα που σχετίζονται με τις οργανικές θέσεις των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων και την εκκλησιαστική περιουσία.
Αυτό σημαίνει ότι η μισθοδοσία των κληρικών δεν βρίσκεται σε διαπραγμάτευση με την Πολιτεία, γιατί και πάλι η υπουργός δήλωσε: «Οι κληρικοί παραμένουν στη μισθοδοσία του Δημοσίου» και τα άλλα ζητήματα θα κριθούν νομοθετικά.
Επομένως, όπως φάνηκε από την Επιτροπή διαλόγου Εκκλησίας και Κράτους της οποίας ήμουν πρόεδρος εκ μέρους της Εκκλησίας, τα θέματα που ενδιαφέρουν την Εκκλησία και πρέπει να είναι η βάση του διαλόγου, είναι η de jure ρύθμιση των ήδη de facto οργανικών θέσεων των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, καθώς επίσης και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας από το έτος 1952 και εντεύθεν. Ακόμη θα πρέπει να ρυθμιστεί νομοθετικά ότι η μισθοδοσία των εφημερίων και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων γίνεται από το Κράτος για την απαλλοτριωθείσα και μη αποζημιωθείσα περιουσία προ του 1939.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κινηθεί η Εκκλησία, ώστε να είναι σύμφωνη με τον εαυτό της, τη νομοθεσία και το Σύνταγμα, αλλά και τους στόχους της νέας κυβέρνησης.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει τους στόχους της, που ήταν προεκλογικές δεσμεύσεις της, και τώρα είναι η σειρά της Εκκλησίας να κάνει το ίδιο, δηλαδή να ξεκαθαρίσει το τοπίο του διαλόγου, σύμφωνα με τις ομόφωνες αποφάσεις της Ιεραρχίας του Μαρτίου 2016 και του Μαρτίου 2019.
Η σαφής γνώση των θεμάτων από πλευράς της Εκκλησίας θα οδηγήσει στην επίλυσή τους, ενώ η σύγχυση θα τα περιπλέξει ακόμη περισσότερο σε βάρος της αλήθειας.
Βέβαια, υπάρχουν και άλλα θέματα που θα τεθούν στο διάλογο Εκκλησίας και Κράτους, αλλά αυτά τα δύο, δηλαδή το μάθημα των Θρησκευτικών και οι οργανικές θέσεις των κληρικών με την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη και ασχολήθηκα διεξοδικώς με αυτά.
Άρθρο του Mητροπολίτη Ναυπάκτου αποκλειστικά στο ethnos.gr
Πηγή:ethnos.gr