Η λαϊκή εθιμική και τελετουργική ζωή και δραστηριότητα επικεντρώνεται συνήθως γύρω από ιερά κτίσματα, τα οποία και αποτελούν κομβικά σημεία για τον ορισμό του ιερού χώρου και του ιερού χρόνου, των δύο αξόνων στους οποίους εγγράφεται η παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά και οι ανάλογες εθιμικές και τελετουργικές εκδηλώσεις της.
Με τον τρόπο αυτό τα θρησκευτικά μνημεία των διαφόρων θρησκειών και δογμάτων έχουν καθοριστικό ρόλο τόσο για τη συγκρότηση του συστήματος της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς, όσο και για την χωρική οριοθέτηση των θρησκειών αυτών, στα πλαίσια των παραδοσιακών κοινοτήτων.
Γι’ αυτό και τα θρησκευτικά μνημεία δεν αποτελούν αντικείμενα μόνο της αρχαιολογίας ή της ιστορίας της τέχνης, αλλά η συστηματική προσέγγιση και μελέτη τους επιβάλλει και την εξέτασή τους από την οπτική της θρησκευτικής λαογραφίας. Και μάλιστα, την εξέταση σε δύο επίπεδα, τόσο ως προς τα έθιμα και τις τελετουργίες που στεγάζονται σε αυτά, όσο και ως προς την ιδεολογική φόρτισή τους στα πλαίσια της λαϊκής συνείδησης και ιδεολογίας, στα όρια της συλλογικής ιστορικής μνήμης και της διαδικασίας σχηματισμού και παγίωσης της πολιτισμικής ταυτότητας. Και μάλιστα, αν πρόκειται για περιοχή όπου συνυπάρχουν διάφορες θρησκευτικές ομάδες, στην παγίωση και των ετεροτήτων, που συχνά αποτελούν τους τρόπους με τους οποίους η μία θρησκευτική κοινότητα αναφέρεται στην άλλη.
Στην Κομοτηνή και την περιφέρειά της, που παλαιότερα συγκροτούσε το νομό Ροδόπης, συνυπάρχουν αρμονικά, ως γνωστόν, πιστοί διαφόρων θρησκειών, δογμάτων και ομολογιών: Ελληνορθόδοξοι και αρμένιοι, μουσουλμάνοι σουνίτες και μπεκτασήδες στα βορειοανατολικά του νομού, αλλά και εβραίοι παλαιότερα, συγκροτούν τις κύριες συνισταμένες του θρησκευτικού μωσαϊκού της περιοχής, μαζί με ορισμένες προτεσταντικές κοινότητες, οι οποίες τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες έχουν κάνει εναργέστερη την παρουσία τους. Ολες αυτές οι θρησκευτικές ομάδες, πέρα από την πίστη και τα δόγματά τους, πέρα από τις θρησκευτικές τους ιεραρχίες, έχουν και τα δικά τους ιερά κτίσματα, τα δικά τους θρησκευτικά μνημεία, γύρω από τα οποία δομείται το σύστημα των παραδοσιακών θρησκευτικών τελετουργιών της λαϊκής τους θρησκευτικότητας.
Στην κύρια θέση βρίσκονται οι χριστιανικοί ναοί, τα μουσουλμανικά τζαμιά και η εβραϊκή συναγωγή. Πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι οι ιστορικές συνθήκες που κυριάρχησαν στην περιοχή στα μέσα του 20ού αιώνα, οδήγησαν στον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας, με αποτέλεσμα και η συναγωγή της εβραϊκής κοινότητας της Κομοτηνής να έχει σήμερα αφανιστεί και να χρήζει αναστηλώσεως, αλλά και ιουδαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες να μην τελούνται σήμερα στην πόλη, και φυσικά και στην ευρύτερη περιφέρειά της.
Συχνά τα θρησκευτικά μνημεία της Κομοτηνής και της περιοχής της συνδέονται με την τέλεση παλαιότατων, προχριστιανικών ήδη, τελετουργικών πρακτικών, που συνεχίζουν να επιβιώνουν στη λαϊκή λατρευτική πρακτική των ημερών μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πανηγυρικές ζωοθυσίες, τα γνωστά στον θρακικό χώρο κουρμπάνια. Σύμφωνα με την επικρατούσα στη Θράκη πρακτική της τελετουργικής αυτής αιματηρής θυσίας, το ζώο δένεται στο προαύλιο του ναού, όπου και σφάζεται, εκεί δε γίνεται και το μαγείρεμα του κρέατος, ώστε να διανεμηθεί στους πιστούς. Η περίπτωση του κουρμπανιού στον Αγιο Χαράλαμπο της Μαρώνειας, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο με τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, αποτελεί απολύτως ενδεικτική παρόμοια χρήση του προαυλίου του ναού.
Αλλά και η λατρεία των αγιασμάτων και η προσφορά απαρχών των καρπών, πρακτικές αναίμακτων θυσιών που επιχωριάζουν στον αγροτοκτηνοτροφικό χώρο, αποτελούν άλλες όψεις του ίδιου φαινομένου. Στις μέρες μας, που τα πολιτισμικά όρια στην κατάσταση που παλαιότερα αποκαλούσαμε «αγροτοκτηνοτροφικό δίπολο» – δηλαδή την αυστηρή πολιτισμική διχοτομία και διαφοροποίηση ανάμεσα στον αγροτικό χώρο της υπαίθρου και τον ανάλογο αστικό των πόλεων – έχουν ατονήσει, και που οι νεωτερικές τελετουργίες των πόλεων έχουν κατακλύσει την ύπαιθρο, αλλά και οι αγροτοκτηνοτροφικές γονιμικές τελετουργίες εισάγονται ως φολκλοροποιημένες μορφές στο άστυ, παρόμοιες τελετουργίες εντοπίζονται συχνά στους ναούς της Κομοτηνής και της ευρύτερης περιοχής της.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει σαφής και η προσφυγική διάσταση στα θρησκευτικά μνημεία της περιοχής. Εν προκειμένω, πέρα από την πόλη της Κομοτηνής, τη Μαρώνεια και τη Γρατινή, τα σπουδαιότερα χριστιανικά πολίσματα της περιοχής, μετά το 1920, λόγω των δεινών πολιτικών γεγονότων που άλλαξαν τόσο την πολιτική γεωγραφία όσο και την ανθρωπογεωγραφία της μείζονος Θράκης, στην περιοχή του πρώην νομού Ροδόπης εγκαταστάθηκαν αρκετοί προσφυγικοί πληθυσμοί, τόσο από την Ανατολική και τη Βόρεια Θράκη, όσο και από άλλες μικρασιατικές κατά μείζονα λόγο περιοχές, όπως ο Πόντος, η Καππαδοκία, αλλά και η Κωνσταντινούπολη και τα νησιά της Ιμβρου και της Τενέδου. Οι προσφυγικοί αυτοί πληθυσμοί ίδρυσαν βεβαίως τα δικά τους θρησκευτικά μνημεία, που αποτελούν και τα σεβάσματα της λατρείας τους.
Πέρα από τα κειμήλια, τις εικόνες, τα λείψανα και τα αντικείμενα, τα ιερά σκεύη, τα ευαγγέλια, τα εκκλησιαστικά βιβλία και τους κεντημένους επιταφίους που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, κατά κανόνα στους ναούς που έχτισαν αναπαρήγαν τις λατρείες της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο η Κομοτηνή και η περιοχή της, αλλά και η Θράκη και ευρύτερα η Βόρεια Ελλάδα, εμπλουτίστηκαν με τις λατρείες αγίων που εν πολλοίς ήταν άγνωστοι στον ελλαδικό χώρο. Και φυσικά αυτό αποτυπώνεται στα θρησκευτικά μνημεία που ίδρυσαν, και τα οποία είναι φυσικά άξια μελέτης και φροντίδας.