Ένας από τους μύθους του Αισώπου, υπό τον τίτλο «Ταώς και Κολοιός» (Παγόνι και Καλιακούδα), έχω την αίσθηση, πολλά έχει να μάς διδάξει, ακόμη και σήμερα, όσους από εμάς αντικρίζουμε με έμπονα δάκρυα το κατάντημα και το πνευματικό τέλμα της Ελληνικής Παιδείας, της Γλώσσας, του εν γένει Πολιτισμού μας. «Σε σύσκεψη των πουλιών για εκλογή βασιλιά, το παγόνι είχε την αξίωση να βγάλουν αυτό βασιλιά τους, επειδή είναι όμορφο. Κι ενώ τα πουλιά ήταν έτοιμα να το κάμουν, η καλιακούδα είπε: «αν όμως, τον καιρό που θα έχεις εσύ τη βασιλεία, μάς κυνηγά ο αετός, πώς θα μας προστατέψεις;» Ο μύθος σημαίνει πως δεν είναι αξιοκατάκριτοι όσοι, προβλέποντας τους μελλοντικούς κινδύνους, φυλάγονται προτού να πάθουν» (Αισώπου Μύθοι, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1950, σελ. 143).
Ούτε «Νεοέλληνες της Δύσης» θαρρώ, μάς πρέπει ως τίτλος! Έγραψα ανωτέρω για το «κατάντημα του Πολιτισμού» μας. Μα, αναρωτιέμαι, δυνάμεθα όσοι ανιστόρητοι, απαίδευτοι και αγαλούχητοι να φέρουμε τον τιμητικό τίτλο ΕΛΛΗΝΕΣ και να εγκολπωνόμαστε αδιαμαρτύρητα την ομαδική και, δη, μαζική αποχαύνωσή μας, την αποξένωσή μας απ᾿ όσα Ιερά και Όσια ετούτους ο αγιασμένος τόπος μάς δίδαξε και παρέδωσε;
«Νεοέλληνες της Δύσης». Από τη μια ο θεσμός της θεματικής εβδομάδας, μια εκ των παραμέτρων του οποίου είναι οι «Έμφυλες» ταυτότητες, από την άλλη οι «πολύχρωμες» παρελάσεις όλων όσων αυτοπροσδιορίζονται ως ομόφυλοι, δήθεν διεκδικώντας την ελευθερία της έκφρασης και τον κατακερματισμό του κοινωνικού ρατσισμού! Μα, αναρωτιέμαι, τον άμοιρο ρατσισμό έναντι της φύσης, ποιος τον υπολόγισε; Αλήθεια, από πότε η ελευθερία της έκφρασης του ενός σπεύδει και φιμώνει την προσωπική μου ελευθερία, μια ελευθερία γνώμης, κατάθεσης, κρίσης και σύγκρισης;
«Νεοέλληνες της Δύσης» σε μια αποϊεροποιημένη κοινωνία, αποξενωμένη από τις πλούσιες βιβλιοθήκες του ελληνικού και παγκόσμιου Πνεύματος. Σε μια κοινωνία παντελώς αποχαυνωμένη απέναντι στην εύθυνα, πλην όμως, ώρες ατελείωτες καθηλωμένη στο χαζotelevision, και αποξενωμένη απέναντι στην ιερότητα του Πολιτισμού που ετούτη η Χώρα φέρει! Και η φωνή του Εθνικού μας Ποιητή, πιότερη πικραμένη και στενόχωρη, κάπως έτσι θαρρώ, ταιριάζει να μας λέγει: «Η αθωότη μ᾿απόμεινε μόνη, Την αισθάνομαι μέσα στα στήθια. Αλλ᾿ αντί να μού φέρη βοήθεια, Με συντρίβει, με πνίγει σκληρά» (Σολωμού Δ., Απαντα, «VO SOLCANDO UN MAR CRUDELE», τόμος Β’, Μέρμηγκας, σελ. 88).