Αποτελεί κοινή διαπίστωση το γεγονός ότι στην Δύση ο Διαφωτισμός συνδέθηκε κυρίως με κοινωνικά αιτήματα, ενώ στην καθ’ ημάς Ανατολή προσδέθηκε σχεδόν εξαρχής στο άρμα των εθνικών απελευθερωτικών σκοπιμοτήτων. Εκεί ο φωτισμός και η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων και των κατακτήσεων των νεωτερικών επιστημών είχε σκοπό να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την κοινωνική και οικονομική επιβολή των αριστοκρατών και του κλήρου, κατακτώντας στοιχειώδη ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα.
Εδώ ο κλήρος ήταν σύμμαχος και ο σκοπός ήταν μέσω της εγκόλπωσης των επιστημονικών κατακτήσεων το Γένος να προετοιμαστεί για την αντιπαράθεση προς τον αλλοεθνή και – κυρίως – αλλόθρησκο επικυρίαρχο, κατακτώντας την πολιτική αυτάρκεια και αυθυπαρξία του. Και εδώ βρίσκεται η ουσιώδης, η καθοριστική διαφορά που διακρίνει τον Ευρωπαϊκό από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, τόσο ως προς τους στόχους, όσο και ως προς τις μεθόδους που και οι δύο χρησιμοποίησαν και υιοθέτησαν.
Ειδικότερα δε στο ζήτημα της εκπαίδευσης πρέπει να τονιστεί ότι αυτή, στους αιώνες της δουλείας, κυρίως οργανώθηκε και προσφέρθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, σε κάθε επίπεδο. Η ύπαρξη των σχολείων-κελιών, στα μικρά και απομονωμένα χωριά, αλλά και των μεγαλύτερων εκπαιδευτηρίων που είχαν εκκλησιαστικές απαρχές, όπως η περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, μαρτυρεί για την αλήθεια αυτή. Και όσο κι αν κατά περιπτώσεις σημειώθηκαν συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις, ακόμη και διακοπή της λειτουργίας ορισμένων από τις σχολές αυτές ως συνέπεια αυτών των δυσλειτουργιών, στην πλειονότητα των περιπτώσεων η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε ως και την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, στις δε περιοχές που δεν συμπεριλήφθηκαν στα όρια του πρώτου ελληνικού κράτους, το 1830, και μετά αυτήν.
Παραλλήλως, υφίσταται άμεση σχέση του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με την μελέτη και καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού, αν όχι στο σύνολό του, οπωσδήποτε όμως σε μερικά από τα βασικότερα σημεία του. Μπορεί οι συστηματικές λαογραφικές σπουδές στην Ελλάδα να αφορμήθηκαν από την θεωρία του J. Ph. Fallmerayer για την καταγωγή και την ταυτότητα των σύγχρονων Ελλήνων και να οργανώθηκαν σε επιστημονική βάση στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Νικόλαο Πολίτη, η στροφή όμως στην μελέτη της λαϊκής γλώσσας, του κάθε τόπου, των ανθρώπων του και των συνηθειών τους έχει τις ρίζες της στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό, και μάλιστα σε Θεσσαλούς, κατά κύριο λόγο, εκπροσώπους του.
Η στροφή αυτή σε θέματα που παλαιότερα δεν απασχολούσαν τους λογίους, καθώς κατά κανόνα τα θεωρούσαν ανάξια λόγου, συνδέεται με τια απαρχές του λαογραφικού ενδιαφέροντος στα ελληνικά γράμματα και στην ελληνική λογιοσύνη ευρύτερα. Η ενασχόληση με τη λαϊκή γλώσσα, όχι μόνο στην καθημερινή χρήση της, αλλά ακόμη και στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του έντεχνου λαϊκού λόγου, αλλά και με πτυχές της καθημερινότητας σχετιζόμενες με τον υλικό βίο, όπως τα επαγγέλματα και η οικονομική ζωή κάθε τόπου, ως βασικό συστατικό της τοπικής ταυτότητας, αποτέλεσε την βάση αυτής της λαογραφικής πτυχής του έργου των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Και μαζί η αναφορά σε έθιμα και τελετουργίες, αν και σποραδική ή παραδειγματική, έφερε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της λογιοσύνης τον λαϊκό πολιτισμό και τις ποικίλες εκδηλώσεις του.
Οι αναφορές σε ζητήματα λαϊκού πολιτισμού, που δεν λείπουν βέβαια και από τα έργα του Ρήγα Βελεστινλή, συνδυάζονται άμεσα με το ουσιώδες και περίπλοκο ζήτημα της ταυτότητας, εθνικής και πολιτισμικής, που απασχολούσε τους λογίους της εποχής, καθώς αποτελούσε διακριτικό όριο λαών και ομάδων, στα πλαίσια μιας πολυεθνικής κρατικής οντότητας, όπως η οθωμανική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και στο έργο των Διαφωτιστών συχνά συνδυάζονται με την προσπάθεια της πνευματικής αφύπνισης, υπό την έννοια ότι η επίτευξή της μπορεί να οδηγήσει στην αυτογνωσία και στην συνειδητοποίηση της ιδιοπροσωπίας. Και αυτά, με τη σειρά τους στην διεκδίκηση της περιπόθητης ελευθερίας, που ήταν βέβαια ο τελικός στόχος και αποτελούσε την ύστατη δικαίωση όλης αυτής της προσπάθειας, κατά την αντίληψη των πρωταγωνιστών της.
Αυτή την βασική θέση της σύγχρονης λαογραφίας, είχαν πολύ καλά συλλάβει οι Διαφωτιστές τοπογράφοι, κορυφαίοι των οποίων υπήρξαν οι Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, με το έργο τους Νεωτερική Γεωγραφία (Βιέννη 1791). Όπως σημειώνει η Αικατερίνη Κουμαριανού, που εξέδωσε εκ νέου και σχολίασε το «Περί Ελλάδος» σωζόμενο τμήμα του έργου αυτού, δεν είναι μόνο πρώτο χρονικά, αλλά και κορυφαίο ποιοτικά αποτέλεσμα αυτής της ιδεολογικής τάσης, η οποία σχετίζεται άμεσα με τη στροφή των λογίων προς τον λαϊκό πολιτισμό και τις εκδηλώσεις του, άρα αποτελεί βάση της μεταγενέστερης συστηματικής ανάπτυξης των λαογραφικών σπουδών στο ελληνικό κράτος. Στο ξεκίνημα των ελληνικών τοπικών σπουδών, που σήμερα εντάσσονται στον επιστημονικό κλάδο της «τοπικής ιστορίας», ο οποίος γνωρίζει διεθνή απήχηση, η Νεωτερική Γεωγραφία αποτέλεσε πρότυπο αξεπέραστο και αξιομίμητο, γονιμοποιώντας τη σκέψη των λογίων, των ερευνητών και των συγγραφέων της εποχής.
Έτσι, οι Δημητριείς συνεχίζουν μεν την πεπατημένη για την εποχή τους οδό της διαπίστωσης των σχέσεων και των συνεχειών ανάμεσα στο ένδοξο αρχαίο παρελθόν και την παραδοσιακή καθημερινότητα που βίωναν, στη συνέχεια όμως εστιάζουν στο σύγχρονό τους παρόν, στους ανθρώπους της εποχής τους, στον πολιτισμό, τα ήθη και τα δημιουργήματά τους. Όπως γράφει η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος «είδαν … τον ελληνικό χώρο ως παρόν. Και η στροφή τους ακριβώς αυτή τους εντάσσει μέσα στο κλίμα εκείνο του ελληνικού διαφωτισμού όπου διαμορφώνεται το ιδεολογικό υπόβαθρο της λαογραφίας».
Θα μπορούσαμε μάλιστα να προσθέσουμε ότι αυτή η επιλογή τους είναι που καθιστά το έργο τους και πηγή άντλησης πληροφοριών για την μεταγενέστερη επιστημονική λαογραφία, όπως άλλωστε συμβαίνει με πολλά ανάλογα έργα της ίδιας περιόδου, όσα ξεφεύγουν από τον αρχαϊσμό και πλησιάζουν τον ζωντανό ελληνικό λαό, τις ιδιομορφίες, τα χαρακτηριστικά, τις πράξεις και τις πολιτισμικές επιλογές του. Άρα το έργο τους λειτουργεί τόσο ως ιδεολογική βάση για την στροφή του ενδιαφέροντος των λογίων προς τη λαογραφική πραγματικότητα, όσο και ως πηγή για την άσκηση του επιστημονικού λαογραφικού έργου από τους νεώτερους.