Το σχολείο και το πανεπιστήμιο αφήνουν να εννοηθεί ότι η επιστημονική γνώση έχει καταστήσει περιττή την ερμηνεία του κόσμου από την πίστη. Γιατί να μιλούμε για την δημιουργία του κόσμου από τον Τριαδικό Θεό με βάση την «Γένεση» της Παλαιάς Διαθήκης, όταν έχουμε την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης και το μποζόνιο του Χίγκς; Γιατί να μιλούμε για τον άνθρωπο ως «εικόνα Θεού», όταν επικρατεί η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, του ανθρώπου ως μετασχηματισμένου πιθήκου; Γιατί να θέλουμε να κατευθύνουμε τις σχέσεις μας με γνώμονα την αγάπη και την συγχώρεση που φέρνει η πίστη, όταν μπορούμε να δικαιώσουμε τον εαυτό μας και τις επιλογές μας μέσω της Ψυχολογίας;
Διάφοροι επιστήμονες, περισσότερο ή λιγότερο σπουδαίοι, χρησιμοποιούν τα επιστημονικά κατορθώματά τους για να διαγράψουν από τη ζωή την μεταφυσική αναζήτηση και την αναφορά στον Θεό. Η επιστήμη γίνεται ο διαπρύσιος κήρυκας του υλισμού και του μηδενισμού, θεωρώντας τον θάνατο ως πέρας της ύπαρξης. Βεβαίως για τα μέτρα της επιστήμης το ερώτημα του Θεού είναι αναπάντητο. Δεν μπορεί ο Θεός να είναι μέγεθος που χωρά στην παρατήρηση και το πείραμα, στην αιτιοκρατική απόδειξη, στον νόμο των πιθανοτήτων, στις θεωρίες. Θα τον περιορίζαμε κλείνοντάς τον σε λέξεις και προτάσεις και φαινόμενα, ενώ η παραδοχή της ύπαρξης Του μας οδηγεί στο να Τον θεωρήσουμε πέρα από αυτά. Δυστυχώς, κάποιοι επιστήμονες, συνεπικουρούμενοι από ανθρώπους που δε θέλουν τον Θεό στη ζωή τους, αναλαμβάνουν ρόλο που δεν τιμά την ανάγκη για αντικειμενική γνώση. Είναι άλλο η γνώμη του επιστήμονα για τον Θεό, που είναι κι αυτή «πίστη», και άλλο η αντικειμενική γνώμη της επιστήμης για ένα «μέγεθος» το οποίο δεν μπορεί να μετρήσει. Δεν είναι επιστημονική τέτοια γνώμη.
Είναι αυτονόητο ότι η επιστήμη απαντά στα ερωτήματα «πώς υπάρχουν ο κόσμος και ο άνθρωπος», «ποιοι νόμοι συγκροτούν την τάξη του σύμπαντος». Η πίστη απαντά στο ερώτημα «Ποιος και γιατί δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο». Οι νέοι μπορούν να κάνουν τον διαχωρισμό και να μην πέφτουν εύκολα θύματα της σύγχυσης των μεγάλων. Στην εποχή μας όμως κυριαρχεί το δόγμα «όλα επιτρέπονται» χωρίς Θεό. Έτσι ο όποιος περιορισμός, η όποια νηστεία αποτελούν φαινομενικά παραβίαση των δικαιωμάτων μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε, να ορίζουμε τον εαυτό μας όπως επιθυμούμε. Ασχέτως αν τέτοια δόγματα είναι ψευδαισθήσεις, καθώς είμαστε ετεροκατευθυνόμενοι, βρίσκουν ωστόσο απήχηση στους νέους, που θέλουν να είναι ελεύθεροι. Μόνο όμως η πίστη ελευθερώνει διότι ανοίγει τον δρόμο για έξοδο από την αυτάρκεια του εγώ, για ανάσταση και αιωνιότητα, για την εμπειρία της Αλήθειας που είναι ο Θεός ως Πρόσωπο. Αυτά όμως θέλουν ταπεινότητα και αναζήτηση για να βιωθούν.
Ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, επισημαίνει ότι η επιστήμη είναι γύμναση της ύπαρξης και του νου. Γι’ αυτό η Εκκλησία συζητά και δεν αρνείται την επιστημονική πρόοδο, παρότι βλέπει την σχετικότητα και τα όριά της. Καλεί όμως τους νέους να αφεθούν στην επίγνωση του «Ποιος» νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Και εκεί βρίσκεται τελικά η αυθεντική απάντηση ακόμα και στα δύσκολα ερωτήματα!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 11 Ιανουαρίου 2017