Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ενστάσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για την αγιότητα του εθνο-ιερομάρτυρα αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Για εμάς και για τους περισσοτέρους χριστιανούς, και μάλιστα τους έχοντες σχέση με τα ματωμένα χώματα της Μικρασιατικής γης, δεν τίθεται τέτοιο θέμα.
Για εμάς ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι οι Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα γι’ αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη του.
Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για μία ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή, ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, γίνεται φάρος και οδοδείκτης για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του τέλους του κι είναι σαν να διαβάζουμε και πάλι, από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης συγκλονιστικού γεγονότος, ο μακαριστός ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια της ομιλίας αυτής:
«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του Internationalcollege της Σμύρνης και εγώ, βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» «Ναι», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ’βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» «Ναι, ξέρω», του απάντησα. «Έλεγε,»Πάτερ Άγιε, άφεςαυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»». «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».
Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει, όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού στην ορθόδοξη πίστη μας εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μη ξέραμε για τον άγιο Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα.
Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους αγίους μάρτυρες, ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι’ αυτούς. Μόνον όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει σ’ Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου