«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».
Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».
Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.
Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν – προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»).
Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,… κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».