Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός γεννήθηκε στην Καρχηδόνα (κοντά στην σημερινή Τύνιδα) στις αρχές του γ’ αιώνος. Υιός επιφανούς οικογενείας εθνικών, έλαβε λαμπρή μόρφωσι και διέπρεψε με σπάνια δεινότητα στο επάγγελμα του ρήτορος, ώστε νωρίς να αποκτήση μεγάλη αίγλη τόσο μεταξύ των εθνικών, όσο και μεταξύ των χριστιανών της πατρίδος του. Όταν το 246, ύστερα από έκλυτον βίο, προσήλθε στον χριστιανισμό δια του πρεσβυτέρου Καικιλίου και βαπτίσθηκε, το γεγονός προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον και έντονες συζητήσεις στην μεγάλη ρωμαϊκή πόλι της Αφρικής. Μετά την βάπτισί του διεμοίρασε τον πλούτο του στους πτωχούς και, ζώντας ως ασκητής, με ζήλο αφοσιώθηκε στην προσευχή και στην μελέτη των θείων Γραφών και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το 248/9 με ομόφωνη απαίτησι του λαού εξελέγη δια βοής επίσκοπος Καρχηδόνος, παρά την εναντίωσι ωρισμένων κληρικών, οι οποίοι από αντιζηλία για τον παραγκωνισμό τους τον κατηγόρησαν για ακαταλληλότητα ως νεοβαπτισθέντα.
Το 250, με την έναρξι του διωγμού του Δεκίου κατά των χριστιανών, οι εθνικοί της Καρχηδόνος, που δεν είχαν συγχωρήσει στον λαμπρό τους ρήτορα την προδοσία που τους έκανε, ζητούσαν επίμονα στο στάδιο να ριφθή και ο Κυπριανός στους λέοντες. Προσέκρουσαν όμως στην θεία βουλή, διότι η διωκόμενη Εκκλησία είχε ανάγκη από τον ποιμένα της. Ο Κυπριανός αποχώρησε από την Καρχηδόνα μαζί με άλλους επιφανείς χριστιανούς και κατέφυγε για ένα χρόνο και πλέον σε άγνωστον τόπο, κοντά στην πόλι, απ’ όπου διηύθυνε την Εκκλησία ευρισκόμενος σε συνεχή αλληλογραφία με το ποίμνιό του. Κατά τον διωγμό αυτό πολλοί χριστιανοί, για να αποφύγουν τα βασανιστήρια και το μαρτύριο, δέχθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα ή υπέγραψαν μόνον ότι θυσίασαν.
Όταν κατεσίγασε ο σάλος του διωγμού, οι εκπεσόντες αυτοί χριστιανοί που ονομάσθηκαν αποστάτες ή πεπτωκότες (lapsi), μετανοημένοι ζητούσαν να γίνουν πάλι δεκτοί στην Εκκλησία, θέτοντας ένα νέο και σοβαρό ζήτημα στους εκκλησιαστικούς ποιμένες. Ο άγιος Κυπριανός, φωτισμένος από το Άγιον Πνεύμα, ακολούθησε την βασιλική οδό της μεσότητος· απέρριψε μεν την αίτησί τους για άμεση αποκατάστασι στους κόλπους της Εκκλησίας, δεν τους εστέρησε όμως και κάθε ελπίδα σωτηρίας. Πίστευε ότι οι αποστάτες έπρεπε να υποβληθούν σε μακροχρόνια μετάνοια, ενώ όσοι θυσίασαν στα είδωλα χωρίς εξαναγκασμό, απλώς από φόβο, υπεβάλλοντο σε ισόβια μετάνοια. Σε περίπτωσι όμως νέου διωγμού θα εγίνοντο αμέσως δεκτοί και θα τους παρείχετο η θεία κοινωνία, ώστε να ενισχυθούν προς τους νέους αγώνες. Στην απόφασι του Κυπριανού αντιτάχθηκε μερίς αντιδραστικών πρεσβυτέρων. Με επικεφαλής τον διάκονο Φηλικίσσιμο τον κατηγόρησαν για υπερβολική αυστηρότητα και ανεκήρυξαν κάποιον δικό τους Φορτουνάτο σχισματικό επίσκοπο Καρχηδόνος.
Αντιθέτως, όσοι απέρριπταν τελείως την αποκατάστασι των εκπεσόντων σχημάτισαν την μερίδα των «αυστηρών» και τον κατηγόρησαν για υπερβολική επιείκεια. Ηγέτης τους ήταν ο μοντανιστής Μάξιμος, που αυτοανακηρύχθηκε επίσης επίσκοπος της πόλεως. Και ο Νοβάτος, ενώ αρχικά πρωτοστατούσε στο κίνημα του Φηλικίσσιμου, βρέθηκε ξαφνικά στην Ρώμη οπαδός της αυστηρής παρατάξεως του Νοβατιανού, προκειμένου να αντιπαλαίση προς τον πάπα Ρώμης Κορνήλιο (251-253), τον οποίον υποστήριζε ο Κυπριανός.
Η τρομερή πανώλης που ενέσκηψε στην Καρχηδόνα το 252 έθεσε τέρμα στο σχίσμα, απετέλεσε όμως αφορμή για νέον διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Κατά την διάρκεια της μεγάλης αυτής δοκιμασίας ο άγιος Κυπριανός απέδειξε όλο το μεγαλείο της αρετής και της αγάπης του προς τον θλιβόμενο και πάσχοντα λαό. Με υποδειγματική αυταπάρνησι και εθελοθυσία διοργάνωσε βοήθειες υπέρ των ασθενών, παραμυθούσε τους συγγενείς των τεθνεώτων, ενίσχυε τους κλονισμένους στην πίστι και στην ελπίδα τους προς τον Θεό και ενεταφίαζε τους αποθνήσκοντας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, πράξεις που προκάλεσαν την εκτίμησι και τον θαυμασμό και αυτών ακόμη των εθνικών.
Μόλις επανήλθε η ειρήνη, ο Κυπριανός συνεκάλεσε τρεις συνόδους στην Καρχηδόνα (255-256), για να ρυθμίση τα εσωτερικά προβλήματα της Εκκλησίας και ιδιαίτερα το θέμα της προσλήψεως των αιρετικών· εάν δηλαδή θα γινόταν με βάπτισμα ή με απλή επίθεσι των χειρών, όπως γινόταν στην Ρώμη. Στις συνόδους ο Κυπριανός υποστήριζε την παράδοσι της Εκκλησίας της Αφρικής και των Εκκλησιών της Ανατολής (κυρίως του αγίου Φιρμιλιανού, επισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, 28 Οκτ.) , σύμφωνα με την οποία όσοι αιρετικοί επιθυμούσαν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας έπρεπε να βαπτισθούν. Δεν ζητούσε όμως να επιβάλη αυτήν την πράξι σε Εκκλησίες που είχαν διαφορετική παράδοσι. Ο επίσκοπος Ρώμης Στέφανος (254-257) αντέδρασε ζωηρά στην απόφασι και απαιτούσε όλες οι Εκκλησίες να αποδεχθούν την ρωμαϊκή πράξι. Αν και ο επίσκοπος Αλεξανδρείας άγιος Διονύσιος επενέβη προς συμβιβασμόν, η αδιάλλακτη στάσις του Στεφάνου επέφερε ρήξι των εκκλησιαστικών σχέσεων μεταξύ της Ρώμης και των Εκκλησιών της Β. Αφρικής, οι οποίες αποκαταστάθηκαν μόνον μετά τον θάνατο του τελευταίου (257).
Κατά την εννεατή ποιμαντορία του ο Κυπριανός τόσο διέλαμψε στον επισκοπικό θρόνο της Καρχηδόνος, ώστε όχι μόνον οι εκατόν τριάντα επίσκοποι της Αφρικής, της Νουμιδίας και της Μαυριτανίας τον θεωρούσαν ως τον πρώτο μεταξύ τους, αλλά και επίσκοποι από την Γαλλία, την Ρώμη και την Καππαδοκία ζητούσαν τις συμβουλές του.
Το 256, ενώ ακόμη η διάστασις με την Εκκλησία της Ρώμης δεν είχε αρθή, ο αυτοκράτωρ Βαλεριανός κίνησε νέον διωγμό. Ο Κυπριανός συνελήφθη στις 30 Αυγούστου του 257 και εξορίσθηκε στο Κούρουμπι (σημερ. Korba, νοτιοανατολικά της Τύνιδος). Από εκεί διοργάνωνε βοήθειες υπέρ των χριστιανών, οι οποίοι εκρατούντο στα φοβερά μεταλλεία του Σιγίου (Sigus) της Νουμιδίας. Ύστερα από αποκάλυψι εγνώρισε ότι είχε φθάσει η ώρα να ομολογήση την πίστι του δια του μαρτυρίου και, μόλις του επετράπη, επανήλθε στην Καρχηδόνα. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 258 συνελήφθη πάλι και οδηγήθηκε ενώπιον του νέου ανθυπάτου Γαλερίου Μαξίμου. Κατά την ανάκρισι ο άγιος επίσκοπος δεν επεδίωξε να απολογηθή. Όταν άκουσε ότι καταδικάζεται στον δια ξίφους θάνατο, είπε: «Deo gratias!» (Δόξα τω Θεώ!) Το πλήθος των χριστιανών που παρακολουθούσε την δίκη ανεβόησε: «και εμάς μαζί του!» δημιουργώντας μεγάλη σύγχυσι και όλοι συνόδευσαν τον άγιο ιεράρχη μέχρι τον τόπο του μαρτυρίου.
Εκεί ο Κυπριανός έβγαλε το ωμοφόριό του και γονάτισε να προσευχηθή. Παρέδωσε το στιχάρι του στους διακόνους που τον είχαν περιστοιχίσει και ήρεμα περίμενε τον δήμιο. Όταν έφθασε, είπε να του δώσουν είκοσι πέντε χρυσά νομίσματα για τον κόπο του. Έδεσε κατόπιν μόνος τα μάτια του και απετμήθη την κεφαλή στις 14 Σεπτεμβρίου 258. Ο λαός άπλωνε υφασμάτινα αντικείμενα, για να απομάξη το αίμα του μάρτυρος επισκόπου του.
Την νύκτα οι πιστοί, για να διασώσουν το σώμα του από την μανία των ειδωλολατρών, το μετέφεραν κρυφά με ύμνους έξω από την πόλι και το ενεταφίασαν στην παραλία. (*) Η επέτειος του μαρτυρίου του εορταζόταν με πάνδημο μνημόσυνο σε όλη την Αφρική, στην Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολι και στην Ισπανία.
Το συγγραφικό έργο του αγίου Κυπριανού, αποτελούμενο κυρίως από επιστολές και σύντομες πραγματείες, θεωρείται από τα αξιολογώτερα κείμενα της λατινικής πατερικής γραμματείας και της ορθοδόξου θεολογίας.
(*) Λίγο μετά το 313 επάνω στον τάφο του κτίσθηκε προς τιμήν του επτάκλιτος βασιλική, όπου ο επίσκοπος Ιππώνος άγιος Αυγουστίνος (396-430, 15 Ιουν.) εκφωνούσε τις ομιλίες του στον άγιο κατά την επέτειο ημέρα του μαρτυρίου του (14 Σεπτ.). Σήμερα σώζονται τα ερείπια.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 179.