Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Στις 3 Μάιου έκαστου έτους η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του Αγίου Πέτρου επισκόπου Άργους του θαυματουργού (852 – 922).Πρόκειται για μια από τις σημαντικές πατερικές μορφές της εποχής του, αφού η αρετή, η ταπεινότητα και η άσκηση αποτέλεσαν για εκείνον έκφραση της Ορθόδοξης Πνευματικότητας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από εύπορη οικογένεια, που διακρινόταν για την ευσέβεια και φιλανθρωπία της. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον μοναχισμό έχοντας ως πρότυπο του τους μεγάλους ασκητές Πατέρες. Η δε προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του, αποτέλεσαν υπόδειγμα σε όλη τη μοναστική κοινότητα που ζούσε με αποτέλεσμα ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός, εκτιμώντας τα προσόντα και την αρετή του, θέλησε να τον χειροτονήσει επίσκοπο Κορίνθου. Όμως ο Πέτρος αρνήθηκε με αποτέλεσμα να χειροτονηθεί μητροπολίτης Κορίνθου ο αδερφός του ο Παύλος.
Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Κόρινθο, κοντά στον αδελφό του, ώστε να αποφύγει τις πιέσεις και να μην πικράνει τον Πατριάρχη Νικόλαο, ο οποίος προσπαθούσε να τον πείσει να χειροτονηθεί επίσκοπός. Η γνησιότητα του και η φήμη του προκάλεσαν έντονες συζητήσεις στους πιστούς του Άργους που τον ήθελαν για τον επόμενο επίσκοπό τους. Με την κοίμηση του επισκόπου Άργους οι Αργείοι και Ναυπλιείς απευθύνονται στον Μητροπολίτη Κορίνθου Παύλο, όπου ζητούσαν επιμόνως ως επίσκοπο της περιοχής τους τον Πέτρο. Τελικά ο Πέτρος αποδέχτηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος Άργους. Από αυτή τη θέση επιτέλεσε μεγάλες αγαθοεργίες καθώς και πολλά θαύματα. Ο άγιος Πέτρος υπήρξε γόνιμος συγγραφέας, μολονότι δεν έχουν διασωθεί ολοκληρωμένα έργα του, παρά μόνο επτά λόγοι του. Δύο χρόνια πριν την κοίμηση του, μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη όπου μετέχει στην τοπικής Συνόδου, (920) που είχε συγκαλέσει ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.
Η Σύνοδος η επονομαζόμενη και Σύνοδο της Ενώσεως, πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 920 μετά από τις αναταραχές που δημιουργήθηκαν με αφορμή τους τέσσερεις γάμου του Αυτοκράτορα Λέων ΣΤ’ του Σοφού. Συγκεκριμένα οι τέσσερις γάμοι του Λέοντα ήταν η αιτία για την έκρηξη έντονων διαμαχών ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία. Ο Λέων μή μπορώντας να αποκτήσει διάδοχο από τους τρείς πρώτους γάμους του, αποφάσισε να παντρευτεί και τέταρτη φορά, αυτή τη φορά τη παλλακίδα Ζωή Καρβονοψίνα, η οποία του είχε χαρίσει έναν υιό, τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο μετέπειτα Αυτοκράτορα, ο οποίος έμεινε στην ιστορία περισσότερο για τις επιδόσεις του στα γράμματα, παρά για τις στρατιωτικές του ικανότητες.
Η ενέργεια αυτή του αυτοκράτορα Λέοντα, εξόργισε τον τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Α’ τον Μυστικό ο οποίος θεωρείται ως μία εξέχουσα εκκλησιαστική μορφή της εποχής τους. Ο Πατριάρχη Νικόλαο υπήρξε προσωπικότητα μαχητική, ανεξάρτητη και ανήσυχη, με έντονο ενδιαφέρον για την Αυτοκρατορία. Η αντιπαράθεσή τους έφτασε μέχρι την εξαναγκαστική παραίτηση του Νικολάου, την ενθρόνιση του μοναχού Ευθυμίου στον Πατριαρχικό Θρόνο και την ανάμειξη του Πάπα Σέργιο Γ΄ στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Ανατολής μιας και γίνεται αποδοχή του τέταρτου γάμου του Αυτοκράτορα και η αναγνώριση του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ως γνήσιο τέκνο και διάδοχο του Θρόνου, στη Σύνοδο του Φεβρουαρίου του 907.Μετά από αυτές τις αναστατώσεις και λίγο πριν τον θάνατο του Λέοντα ξεκινάει η πράξη συμφιλίωσης των Πατριαρχών Νικολάου και Ευθυμίου αλλά και του Νικολάου με τον Λέοντα, ενώ επί της βασιλείας του αδερφού του Λέοντα, Αλεξάνδρου ανακαλείτε στον Πατριαρχικό Θρόνο ο Νικόλαος.
Η τελική συμφιλίωση πάντως, έγινε κατά τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 920, οποία ονομάστηκε και Σύνοδος της Ενώσεως. Την περίοδο εκείνη βασίλευε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος και Πατριάρχης ήταν ο Νικόλαος Α’ ο Μυστικός. Μέριμνα και των δύο ήταν οι αποφάσεις της Συνόδου να διευθετήσουν τα ζητήματα του δευτέρου και τρίτου γάμου και να αποτρέψουν τους Χριστιανούς από την παράνομη πράξη του τετάρτου γάμου. Πιο συγκεκριμένα η Σύνοδος αποφάσισε να είναι παράνομος ο τέταρτος γάμος, ο τρίτος να είναι αποδεκτός υπό προϋποθέσεις και ο δεύτερος γάμος να είναι μεν αποδεκτός αλλά με την επιβολή επιτιμίων όπως όριζαν οι ιεροί κανόνες. Οι αποφάσεις της Συνόδου έγιναν γενικά αποδεκτές και περιελήφθησαν στις μεταγενέστερες κανονικές συλλογές. Ακόμη έδωσαν οικουμενικό και συνοδικό χαρακτήρα στην αποδοχή των νηστειών και θέματα της Θείας Ευχαριστίας προ των μεγάλων εορτών αλλά και επικύρωσαν την εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, λόγω του οικουμενικού τους χαρακτήρα. Η συμβολή του Αγίου Πέτρου επισκόπου Άργους και των άλλων Συνοδικών για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης, ήταν καταλυτική.