Μία μέρα, ο Γέροντας Πορφύριος πήρε τρία πνευματικά του παιδιά, για να τελέσει έναν Εσπερινό σε κάποιο μοναστήρι. Απoφάσισαν να πάρουν ταξί. Αμέσως φάνηκε ένα ταξί και τα πνευματικά του παιδιά είπαν να του κάνουν νεύμα να σταματήσει.
-Θα σταματήσει μόνος του ο οδηγός, αλλά όταν μπούμε μέσα, μη μιλήσει κανένας στον οδηγό. Μόνον εγώ θα του μιλάω, είπε ο Γέροντας Πορφύριος.
Πράγματι, το αυτοκίνητο σταμάτησε χωρίς να του κάνουν νεύμα. Μόλις ξεκίνησε, άρχισε ο οδηγός να καταφέρεται εναντίον των κληρικών και να τους κατηγορεί για 1002 πράγματα.
– Έτσι δεν είναι ρε παιδιά; Τι λέτε κι’ εσείς, έλεγε ο οδηγός του ταξί στα παιδιά, αλλά εκείνα όμως, «τσιμουδιά», κατά την εντολή του Γέροντος Πορφυρίου. Αφού, λοιπόν, είδε και αποείδε ότι δεν του απαντούσαν τα παιδιά, ο οδηγός στράφηκε στο Γέροντα:
– Έτσι δεν είναι παππούλη; Τι λες κι’ εσύ; Δεν είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα που γράφουν κι οι εφημερίδες;
Του λέει, τότε, ο Γέροντας Πορφύριος:
– Παιδί μου, θα σου πω μία μικρή ιστορία. Θα σου την πω μία φορά, δεν θα χρειασθεί δεύτερη: «Ήταν ένας άνθρωπος από το τάδε μέρος (το ανέφερε), που είχε έναν ηλικιωμένο γείτονα, ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μία νύχτα, τον σκότωσε και τον έθαψε. Στη συνέχεια, με διάφορα πλαστά χαρτιά, πήρε το κτήμα του γείτονά του και το πούλησε. Και ξέρεις τι αγόρασε με τα χρήματα τα οποία πήρε, πουλώντας το; Αγόρασε ένα ταξί!!!».
Ο οδηγός, συγκλονισμένος, σταματά στην άκρη του δρόμου.
– Μην πείς τίποτε παππούλη. Μόνο εγώ κι’ εσύ το ξέρουμε.
– Όχι, παιδί μου το ξέρει όμως κι’ ο Θεός! Και να φροντίσεις από εδώ
και μπρός ν’ αλλάξεις ζωή!