Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου
Τεχνομεταβολίζουμε τα πάντα. Καμιά άλλη εποχή δεν έτρεχε τόσο πολύ να ξαναφτιάξει μια τεχνητή φυσικότητα του κόσμου της, όσο βιαζόμαστε ή μάλλον βιαστήκαμε εμείς. Και τι προλάβαμε; Έχουμε γεράσει τον πλανήτη μας. Έχουμε κατακομματιάσει την ανθρωπινότητά μας σε ασυνεννόητα ατομίδια.
Έχουμε αποστραγγίσει τη ζήση της χαράς και πασχίζουμε να την υποκαταστήσουμε με τόσες ασχημοσύνες. Γίναμε τόσο στενόκαρδοι, ώστε να μας τρομάζει ακόμη και ο αυξημένος αριθμός των ανθρώπων του τρίτου κόσμου. Το πρόβλημα μάλλον εστιάζεται στην παθιασμένη ιλιγγίωση του πολιτισμού μας με τους ίδιους τους ανέλεγκτους ρυθμούς του, όπως διαμαρτύρεται το παγκόσμιο οικολογικό κίνημα. Το κακό γεννήθηκε από την συλλογικά ατομιστική υδροκεφαλία των σχεδιασμών, που πάσχουν την πιο βαριά καρδιοπάθεια, γιατί αποδεικνύονται άκαρδοι, τελείως στεγνοί για υπαρκτική κοινωνικότητα.
Σ᾽ αυτήν την οριακή μεθηλικίωση της παγκοσμιότητας, στο μεταβολισμό της δημιουργικότητας σε ορατό αδιέξοδο οριακής φθοράς, ο Ακάθιστος της Παναγίας μας ξαναθυμίζει τη φυσική μας ανθρωπινότητα. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, αυτό υμνολογεί ο Ακάθιστος. Μας έδειξε πάλι καινισμένη την παρθενική ωραιότητα των μέτρων μας και του μέτρου, όπως μας τα έδωσε, για να “ευωχούμεθα” και να απογευόμεθα διαρκώς τη βασιλεία Του από τώρα.
Η Παναγία του Ακαθίστου Ύμνου είναι μια τρανή επικαιροποίηση της υπαρκτικής μας διάρκειας. Δεν μας καθησυχάζει στις αρρωστημένες μας εκδοχές, κάθε άλλο. Ωσάν τη μητέρα που διψά να γιατρέψει το αρρωστημένο της ληθαργικά βρέφος, μας αφυπνίζει από τη νεκροφάνεια της θεολησμοσύνης και της ανθρωπολησμοσύνης. Μας θυμίζει πως δεν κινδυνεύει η υπαρκτικότητά μας. Αλλά κινδυνεύουμε οριακά μόνον όσοι την ξεχνάμε και την απωθούμε αυτήν τη θεόδοτη υπαρκτικότητα, μόνον όσοι εθελούσια αποδυσπετούμε για τη θεοείδειά της και την διακινδυνεύουμε με ατομιστικές ειδωλοποιήσεις.
Κινδυνεύουμε όλοι σήμερα από τη μόδα ενός εκσυγχρονισμένου modus vivendi που επιμένει να νεωτερίζει απέναντι σε κάθε υπαρκτικό μόριο ανθρωπινότητος. Μέσα στο γιγαντισμό του ναρκισσικού αυτοθαυμασμού πάσχουμε συλλογικά και συμπαράγουμε μιάν ελαχιστοποίηση, μεταποίηση, πλαστικοποίηση των ανθρωπίνων. Παλεύουμε νευρωτικά με ενοχές και εμμονές. Αλλά αντί να τις εξομολογούμεθα και να τις αποδυόμεθα αυτές, δυστυχώς πασχίζουμε να ξεντυθούμε τη φυσική μας ανθρωπινότητα και να απογυμνωθούμε από τη φυσική μας υπαρκτική ζωτικότητα. Αν αυτό δεν είναι εθελοχάσιμο, τότε τι είναι; Αν δεν είναι κατακλυσμική υπαρκτική αμνησία, τότε τι είναι; Σίγουρα είναι μια αλυτρωτική αυτοάνοση παράνοια.
Όμως, υπάρχουν οι ελπίζοντες, αυτοί που δεν ασφυκτιούν από την πολιορκία του μετακόσμου.
Όπως δεν χάθηκαν οι πολιορκημένοι της Κωνσταντινουπόλεως από την ασφυκτική πολιορκία των Αβάρων. Διότι στον έσχατο κίνδυνο ένιωσαν και ξανάζησαν και ξανάστησαν από πλευράς τους “την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος” με το να παραστήσουν λιτανευτικά όλοι μαζί “εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν” τους στον Κύριο διά της Θεοτόκου. Με άλλα λόγια, μέσα στην έσχατη αγωνία του ο λαός της Βασιλεύουσας ξανάζησε την εκκλησιαστική διάσταση της θείας ενανθρωπήσεως, τη σάρκωση της απολυτρώσεως. Λιτάνευσαν την εκκλησιαστική τους κοινωνικότητα, όλοι μαζί, και “θαυματούργησαν” διά της Θεοτόκου.
Διότι η Θεοτόκος δεν έπαυσε ποτέ να είναι τόσο τέλεια δική μας, παρόλο που έγινε ολότελα του Χριστού, και μητέρα και δούλη και τροφός και συνοδοιπόρος και συμμέτοχος του πάθους και της ανάστασής Του. Αιώνια δική Του και αιώνια δική μας, ώστε να συγκαταβαίνει στην ιστορία μας και να απομακρύνει κάθε λογής δαιμονιώδη επιφορά. Ακόμη κι όταν αυτή η επιφορά φαντασιωνόταν πως επικυριαρχούσε προσώραν, όπως επισυνέβη με τους πειρασμούς της ιστορίας στο Γένος μας και στο γένος των ανθρώπων.
Η εθελοσωτηρία της Παναγίας μας εν Χριστώ με την πανανθρώπινη συνέπειά της είναι και παραμένει εσαεί εσχατολογικά δεσπόζουσα.
Το χριστολογικό του πρώτου Κοντακίου “Το προσταχθέν…” (κατακόρυφο απ᾽ ουρανού στη γη) και το ιστορικολυτρωτικό του δευτέρου Κοντακίου “Τη Υπερμάχω…” (οριζόντιο διά της γης) μας θυμίζει το μυστήριο του ζωηφόρου-αναστάσιμου Σταυρού του Χριστού. Τα δύο αυτά θεομητορικά τροπάρια μας δείχνουν έκτυπη και την αιωνιότητα και την ιστορική επικαιρότητα της βασιλείας του Θεού επί γης, στο δικό μας εδώ και τώρα.
“Μετέστη προς την ζωήν” η Παναγία μας, και δεν έπαυσε να διακονεί και να μοιράζεται με μας χειροπιαστά, ψηλαφητά, ορατά, ολοκάθαρα τον Αναστημένο Χριστό με τις πληγές των χειρών και των ποδών και της πλευράς Του υπέρ ημών.
Η όντως Χριστοφόρος, η Παναγία, μας δείχνει πόσο παρούσα και ελκυστική είναι η βασιλεία του Θεού στο δικό μας σήμερα, βασιλεία ελευθερίας και αγάπης.
Κι αυτό το θείο Της διακόνημα δεν έπαυσε να ενεργείται υπέρ όλου του κόσμου, από την ώρα που μας φανερώθηκε κυοφορούμενος και βρεφοκρατούμενος ο Υιός Της, ο Θεός της ενανθρωπήσεως.
Λοιπόν! Σε μιάν εποχή αβιταμίνωσης όχι μόνο της πίστης, αλλά και της κοινωνικότητας, της ίδιας της ιδιοσυστασίας μας, δεν πρέπει να αποζητήσουμε το γιατρικό της ύπαρξής μας σε Κείνην που μας χάρισε τον μοναδικό Ιατρό;
«Διά της Παρθένου απέδειξε ο άνθρωπος ολοφάνερα και πάνω στην πράξη τη δύναμη που υπήρχε μέσα του εναντίον της αμαρτίας. Η Παρθένος παρέμεινε πράγματι από την αρχή ως το τέλος της ζωής της ανέπαφη από κάθε κακία, χάρη στην άγρυπνη προσοχή της, στη σταθερή θέληση της και στη μεγαλειώδη σωφροσύνη της». Έτσι «με τον έρωτα που είχε για το Θεό, με τη ρωμαλεότητα της σκέψεώς της, με την ευθύτητα της θελήσεώς της και τη μεγαλειώδη σωφροσύνη της έτρεψε σε φυγή κάθε αμαρτία …» (Νικ. Καβάσιλα, εις την Γέννησιν της Θεοτόκου, Α:15,6). «Και τον Θεό κινεί σε έρωτα προς το ανθρώπινο γένος, ελκύοντάς Τον με το κάλλος της» (εις την Κοίμησιν Γ: 6). Και «ανέδειξε, χάρη στη δική της ωραιότητα, ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση, και κατέκτησε τον απαθή, και έγινε άνθρωπος εξαιτίας της Παρθένου Εκείνος που εξαιτίας της αμαρτίας ήταν μισητός στους ανθρώπους» (εις τον Ευαγγελισμόν Β 2).
Τι σημαίνουν για μας τους αυτοματοποιημένους ανθρώπους του αρρωστημένου ατομισμού όλα αυτά; Μιλούν για την πληρότητα και ακεραιότητα της κοινωνικότητας της Παναγίας, που δεν ζούσε για τον εαυτό της. Πάνω σ᾽ αυτά τα δεδομένα, όσο τα εννοούμε με τη “μέσα καρδιά”, αποδυόμεστε κι εμείς επιτέλους στην πιο ηρωική μας έξοδο. Την έξοδο από το πολυμυκητιασμένο “εγώ” μιάς νεκρο-ζωντάνιας και το συναπάντημά μας με τη Μητέρα της ζωής μας.
Δεν είναι ιδεολόγημα συναγερμού η καταφυγή μας στην Παναγία.
Είναι ιστορική τεκμηρίωση της αμοιβαίας πιστότητάς μας, της αγίας Θεοτόκου προς το ανθρώπινο γένος και ημών των ανθρώπων προς την εξ ημών, προς την δι᾽ ημάς, προς την μεθ᾽ ημών.
Η Παναγία όλη χριστοποιημένη, “ταυτοποιεί” την ανθρωπινότητά μας, την ειδοποιό ιδιοσυστασία της αληθινής κι εκστατικής κοινωνικότητάς μας, όπως μας την χάρισε και μας την παρουσιάζει εν εαυτώ ο σαρκωμένος Θεός μας.
Αυτό ξαναθυμόμαστε υμνητικά, εκκλησιαστικά με τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.
Αδελφωμένοι κάτω από τη σκέπη Της, το παίρνουμε απόφαση όλο και περισσότεροι να συμμετέχουμε κάθε μέρα στον ακοίμητο προσευχητικό καημό Της και στην αγιοπνευματική χαρά Της για μας, με αυτά τα εμπνευσμένα ποιήματα που έγιναν “η γλώσσα” της επικοινωνίας και της κοινωνίας μας με τη Μητέρα του Θεού.