Dogma

Ο άνθρωπος και ο κόσμος

Ποια είναι η προέλευση αυτού τού κόσμου; Από που ήλθε ο άνθρωπος; Ποια η υπαρξιακή του ταυτότητα; Σ’ αυτά τα ερωτήματα απαντάει με σαφήνεια η Αγία Γραφή:

«Και είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά… ψυχών ζωσών και πετεινό πετάμενα., και εγένετο ούτως… και είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω η γη ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά και θηρία της γης κατά γένος, και εγένετο ούτως…. Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης…..Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός Λέγων αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής, και άρχετε των Ιχθύων της θαλάσσης….

…Και έπλασεν ο Θεός τον ανθρωπον, χουν από της γης,και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν. Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατ’ ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον, ον έπλασε…. Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν. Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων…. από δε τού ξύλου τού γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού· η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. α’ 20-28 β’ 7-18).

Στα κείμενο αυτό αποδεικνύεται ότι κατά την χριστιανική πίστη ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν προϋπήρχε, αλλά δημιουργήθηκε από το Θεό. Ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της δημιουργίας τού ανθρώπου και της δημιουργίας τού λοιπού κόσμου.

Παρατηρούμε ακόμη ότι η δημιουργία τού κόσμου προηγήθηκε. Σ’ αυτό βλέπουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ένα σκοπό. Ο άνθρωπος επρόκειτο να έχει κυρίαρχο θέση στα λοιπά δημιουργήματα, γι’ αυτό και δημιουργήθηκε τελευταίος. «Μόλις εκτίσθηκες, εκτίσθηκες άρχων», λέγει ο Γρηγόριος Νύσσης και παραπέμπει στο «και αρχέτωσαν των Ιχθύων…». Αυτή την εξουσία, λέγει, «την επήρες από τον Θεό, όχι γραμμένη σε σανίδες, ούτε σε φθαρτές πινακίδες που καταστρέφονται από σκουλήκια, αλλά τη θεία φωνή την έχει γραμμένη επάνω της η φύση».

«Δεν ήταν φυσικό βέβαια», λέγει ο ίδιος πατέρας, «να φανή ο άρχων πριν από τους αρχόμενους· όταν όμως ετοιμάσθηκε η αρχή πρώτα, ήταν επόμενο να αναδειχθή και ο βασιλεύς. Αφού λοιπόν ο ποιητής τού σύμπαντος προευπρέπισε ένα είδος βασιλικού ανακτόρου για τον μέλλοντα να βασιλεύση… αποτέθηκε ποικίλος πλούτος σ’ αυτά τα ανάκτορα».

Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα από τα πολλά δημιουργήματα τού Θεού, αλλά η κορωνίδα, ο «βασιλιάς» της λοιπής κτίσεως. Αυτό φαίνεται και στον ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίο τον εδημιούργησε ο Θεός. Η διαφορά στον τρόπο δημιουργίας προσδιορίζει και τη διαφορά της φύσεως τού ανθρώπου, λέγει ο Γρηγόριος ο Νύσσης:

«Με παράγγελμα έλαβαν γένεση», λέγει, «τα παντοειδή γένη Ιχθύων, θηρία και κτήνη, κολυμβητικά και πτηνά- είπε κι έγιναν. Εδώ δεν υπήρχε ακόμη άνθρωπος. Και κατά τη βουλή περί ανθρώπου δεν είπε όπως σε όλα τα άλλα· «γεννηθήτω άνθρωπος».

«Κατάμαθε σεαυτού το τίμιον ου προσέρριψέ σου την γένεσιν προστάγματι, αλλά βουλευτήριον εν τω Θεώ πως μέλλει το τίμιον ζώον εις τον βίον παράγεσθαι», υπογραμμίζει ο πατέρας της Εκκλησίας· ν’ αντιληφτείς, από αυτό την πολυτιμότητά σου· δε σου επέταξε τη γένεση με πρόσταγμα, αλλά συστήθηκε βουλευτήριο στο Θεό, πως πρόκειται να παραχθεί στη ζωή το πολύτιμο ζώο˙ «ποιήσωμεν», λέγει. «Ο σοφός βουλεύεται, ο τεχνίτης σκέπτεται. Άρα γε τού λείπει κάτι από την τέχνη και θέλει με τη φροντίδα να κάμη το φιλοτέχνημά του άρτιο και τέλειο και ακριβές; Ή το λέγει για να σου δείξει ότι εμπρός στο Θεό είσαι τέλειος;».

Η τελειότητα τού ανθρώπου εκφράζεται με τη φράση- «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (Γέν. α’ 26). Κανένα άλλο δημιούργημα δεν εκτίσθη «κατ’ εικόνα Θεού». Επομένως, η αντίληψη πως η φύση τού ανθρώπου ταυτίζεται με τη φύση των άλλων όντων δεν συμβιβάζεται με την χριστιανική πίστη.

Πως όμως μπορεί το κτιστό να ομοιώνεται προς τον Άκτιστο; «Πως λοιπόν ο άνθρωπος, τούτο το θνητό και παθητό και πρόσκαιρο, είναι εικών της άφθαρτης και καθαρός και αΐδιας φύσεως;», ερωτά ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας και δίδει την απάντηση: «Τον αληθινό γι’ αυτό το πράγμα λόγο τον γνωρίζει σαφώς μόνο η όντως Αλήθεια».

Ανιχνεύοντας όμως το ζήτημα ο Γρηγόριος αναφέρει πως «η εικών έχει ομοιότητα προς το αρχέτυπον κατά το ότι είναι πλήρης παντός αγαθού». «Ένα δε από όλα τα αγαθά είναι και η ελευθερία από κάθε ανάγκη και η απαλλαγή από φυσική καταδυνάστευση, ώστε να έχωμε αυτεξούσια τη γνώμη για τις αποφάσεις».

Το «αρχέτυπο» τού ανθρώπου είναι ο Τριαδικός Θεός, που είναι κοινωνία προσώπων, δηλαδή αγάπη (Α’ Ιω. δ’ 8 ). Με τη φράση «ποιήσωμεν…» η Γραφή αποκλείει τον Ιουδαϊσμό, που απορρίπτει τον Τριαδικό Θεό. Στη συνέχεια όμως προσθέτει- «και εποίησεν ο Θεός…» (Γέν. α’ 27), αποκλείοντας ταυτόχρονα και την ελληνική πολυθεΐα. Ο άνθρωπος λοιπόν εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα» τού Ενός και Τριαδικού Θεού-γι αυτό αποτελεί κοινωνία προσώπων. Ο καθένας άνθρωπος ξεχωριστά διατηρεί την προσωπικότητα του και ταυτόχρονα είναι ενωμένος σε μία φύση με τους συνανθρώπους του. Μέσα στον Αδάμ υπήρχε ήδη η Εύα, σαν «οστούν εκ των οστέων του και σαρξ εκ της σαρκός του» (Γέν. β’ 23).

Αναφερόμενος στον όρο Αδάμ ο Γρηγόριος Νύσσης λέγει πως«ουχ ο τις, αλλ’ ο καθόλου εστίν. Ουκούν τη καθολική της φύσεως κλήσει τοιούτον τι υπονοείν εναγόμεθα». Αδάμ λοιπόν είναι, λέγει, ο «καθολικός» άνθρωπος. Με την καθολική σημασία της φύσεώς μας γίνεται σύσταση να υπονοούμε κάτι τέτοιο, δηλαδή «ότι με τη θεία πρόγνωση και δύναμη στην πρώτη κατασκευή συμπεριελήφθηκε όλη η ανθρωπότης… όλο το πλήρωμα της ανθρωπότητος έχει περιληφθή σαν σε ένα σώμα από τον Θεό των όλων δια της προγνωστικής δυνάμεως». Κατά τον ίδιο πατέρα της Εκκλησίας αυτό σημαίνει ο λόγος της Γραφής˙ και «εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον», και «κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν». Πράγματι, καταλήγει, «η εικών δεν είναι μέσα σε κάποιο από τα ευρισκόμενα μέσα του· αλλά η δύναμις αυτή διαπερά όλο το γένος σε ίσο βαθμό». «Γέγονεν ουν κατ’ εικόνα ο άνθρωπος, η καθόλου φύσις, το θεοείκελον χρήμα. Γέγονε δε τη παντοδυνάμω σοφία ουχί μέρος τού όλου, άλλ’ άπαν αθρόως το της φύσεως πλήρωμα», λέγει σε άλλο σημείο ο ίδιος πατέρας, έγινε κατ’ εικόνα ο άνθρωπος, δηλαδή η καθολική του φύση, το θεοειδές πράγμα. Με την παντοδύναμη σοφία έγινε όχι μέρος τού όλου, αλλ’ ολόκληρο μαζί το πλήρωμα της ανθρώπινης φύσεως.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από «ορατήν και αόρατον φύσιν», λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού και με τη δυνατότητα να ομοιάσει με αυτόν». Με άλλα λόγια το «κατ’ εικόνα» φανερώνει «το νοερόν και το αυτεξούσιον», ενώ το «καθ’ ομοίωσιν» την ομοιότητα «κατά το δυνατόν ως προς την αρετήν».

Το «νοερόν», η σοφία και η αγαθότης δεν χορηγούνται στον άνθρωπο «κατ’ ουσίαν», γιατί «κατ’ ουσίαν» αγαθός και σοφός είναι μόνο ο Θεός. Κατά την δημιουργία χορηγήθηκαν και η σοφία και η αγαθότης, όχι όμως στη φύση τού ανθρώπου, αλλά «στη δύναμη της θελήσεως τού ανθρώπου, ώστε εκείνο που είναι ο Θεός κατ’ ουσία, να γίνει και η κτίση κατά μετουσία», κατά τη χάρη εκείνου που είναι σοφός και αγαθός (Μάξιμος Ομολογητής). Ο άνθρωπος ήταν απαλλαγμένος «από κάθε φθορά και δεν τον ενοχλούσε ούτε πόνος, ούτε ίδρωτας τον έβλαπτε, ούτε φροντίδες τον εβασάνιζαν, ούτε λύπαι τον επολιόρκουν, ούτε άλλο τίποτε από αυτά τα πάθη τού επροξενούσαν λύπη». Μέσα στον παράδεισο, συνεχίζει ο ίδιος πατέρας, οι άνθρωποι ζούσαν «χωρίς να φλέγωνται από την επιθυμίαν της σαρκός, ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη, ούτε να υπόκεινται εις τας φυσικός ανάγκας, αλλ’ αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι, δεν είχαν ανάγκην από την περιβολήν των ενδυμάτων… ήταν ενδεδυμένοι την θεϊκήν δόξαν». Αυτό το σώμα ήταν όργανο, που ετέθη σε κίνηση από την ψυχή· ήταν «μάλλον ωσάν λύρα που εχρειάζετο κάποιον να ημπορή με την τέχνη και την σοφίαν του, όπως με μερικούς αυλούς, να αναπέμπη εις τον Δεσπότην την αρμόζουσαν μελωδίαν με τα ευρισκόμενα εις αυτόν μέλη. «Ενεφύσησε», λέγει, «εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».Τι σημαίνει «ενεφύσησε πνοήν ζωής;». Το σώμα, λέγει, αυτό που εδημιουργήθη, ηθέλησε και επρόσταξε να έχη ζωοποιόν δύναμιν, η οποία κατέστησε το σώμα ζώσαν ψυχήν, δηλαδή δύναμιν που ενεργεί και ημπορεί να επιδεικνύη την τέχνην της με την κίνησιν των μελών τού σώματος.

Αυτό το «φύσημα» εχάρισε στον άνθρωπο που επλάσθη από τη γη «ζωοποιόν ενέργειαν και αυτό υπήρξεν η σύστασις της ουσίας της ψυχής», λέγει σε άλλο σημείο ο Χρυσόστομος και εξηγεί πως «ψυχή ζώσα» εδώ σημαίνει «ότι ενεργεί, ότι έχει τα μέλη τού σώματος να υπηρετούν εις τας ενεργείας της και να ακολουθούν την θέλησίν της».

Πριν από το «φύσημα» τού Δημιουργού ο άνθρωπος ήταν απλώς μία εικόνα άψυχος και χωρίς ενέργεια και δεν ήταν σε τίποτε χρήσιμος *. Στο «φύσημα» αυτό οφείλει το παν. Αυτό γίνεται φανερό και τώρα, μετά την απομάκρυνση τού ανθρώπου από την κοινωνία τού Θεού και την εμπειρία τού θανάτου τού σώματος. Όταν απομακρυνθεί από αυτό η ψυχή με τον θάνατο, το σώμα «φαίνεται αηδές και δυσάρεστον», αλλά και «ανεπιθύμητον πλήρες δυσωδίας και κάθε αμορφίας», ενώ όταν ήταν ενωμένο με την ψυχή και την είχε σαν οδηγό ήταν ευχάριστο, χαρούμενο, όμορφο, γεμάτο πολλή σύνεση και επιδεξιότητα για την επίτευξη αγαθών έργων.

Συνοψίζοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει:

«Η ψυχή πάλιν έχει συνδεθή ολόκληρη με ολόκληρο το σώμα, και όχι ένα μέρος της με κάποιο μέρος τού σώματος, και δεν περιλαμβάνεται απ’ αυτό, αλλά το περιλαμβάνει, όπως ακριβώς η φωτιά τον σίδηρον, και όταν ευρίσκεται εις αυτό ενεργεί κατά την φύσιν της».

Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι άκτιστος, αλλά κτιστός· διακρίνεται από το Δημιουργό του και μάλιστα όχι μόνο κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή. «Αυτός είναι Κύριος, ενώ αυτή είναι δούλη. Αυτός είναι κτίστης, ενώ αυτή κτίσμα. Αυτός είναι δημιουργός, ενώ αυτή δημιούργημα. Δεν υπάρχει τίποτε κοινό μέσα στη δική του φύση και στη δική της», λέγει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος.

Στο ερώτημα λοιπόν ποια είναι η ταυτότητα τού ανθρώπου η χριστιανική πίστη απαντά: Είναι το «κατ’ εικόνα» και το «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού! Ο άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα» τού Αρχετύπου και αυτό προκαλεί δέος, λέγει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Όμως ταυτόχρονα αποτελεί μεγάλη δωρεά και καρπό της θείας αγάπης.

Ποία είναι η διαφορά μεταξύ τού «κατ’ εικόνα» και τού «καθ’ ομοίωσιν»; Το «κατ’ εικόνα» το έχουμε στη φύση μας, ενώ το «καθ’ ομοίωσιν» το αποκτούμε με την προαίρεση μας.

«Κατά την πρώτη κατασκευή συνυπάρχει μαζί με μας το ότι εγίναμε κατ’ εικόνα Θεού, αλλά το να γίνωμε καθ’ ομοίωσιν τού Θεού κατορθώνεται από μας με την προαίρεση, υπάρχει μέσα μας εν δυνάμει, αλλά το φέρομε εμείς οι ίδιοι σε ενέργεια».

«Αν σ’ έκανε από την αρχή και καθ’ ομοίωσι, που θα ήταν η χάρις σου; Γιατί θα εστεφανωνόσουν εσύ; Αν σου έδινε το σύνολο ο δημιουργός, πως θα σου ανοιγόταν η βασιλεία των ουρανών; Τώρα λοιπόν το ένα σου δόθηκε, το άλλο εγκαταλείφθηκε ατελές, ώστε εσύ ο ίδιος τελειώνοντας το να γίνης άξιος της μισθαποδοσίας από τον Θεό» (Γρηγ. Νύσσης).

Σημείωση

* Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Έτεροι δε τη κατά τον Μωσέα τάξει της κατασκευής του ανθρώπου προσέχοντες, δευτέραν είναι την ψυχήν του σώματος κατά τον χρόνον φασίν. Επειδή πρώτον λαβών ο Θεός χουν από της γης, έπλασε τον άνθρωπον· είθ’ ούτως εψύχωσε δια του εμφυσήματος. Και τούτω τω λόγω προτιμοτέραν αποδεικνύουσι της ψυχής την σάρκα, της επεισκρινομένης την προδιαπεπλασμένην. Λέγουσι γαρ δια το σώμα την ψυχήν γενέσθαι, ως αν μη άπνουν τε και ακίνητον είη το πλάσμα. Παν δε το δια τι γινόμενον, ατιμότερον πάντως εστί του δι’ ό γίνεται. Καθώς το Ευαγγέλιον λέγει, ότι πλείόν εστι της τροφής η ψυχή, και το σώμα του ενδύματος, διότι τούτων ένεκεν εκείνα…

Απόβλητος επίσης ο παρ’ αμφοτέρων λόγος… μήτε κατά την ελληνικήν απάτην… μηδ’ αυ πάλιν οιονεί πήλινον ανδριάντα προδιαπλασθέντα τω λόγω τον άνθρωπον, τούτου ένεκα την ψυχήν γίνεσθαι λέγειν. Η γαρ αν ατιμοτέρα του πηλίνου πλάσματος η νοερά φύσις αποδειχθείη.

Αλλ’ ενός όντος του ανθρώπου, του δια ψυχής τε και σώματος συνεστηκότος, μίαν αυτού και κοινήν της συστάσεως την αρχήν υποτίθεσθαι, ως αν μη αυτός εαυτού προγενέστερός τε και νεώτερος γένοιτο, του μεν σωματικού προτερεύοντος εν αυτώ, του δε ετέρου εφυστερίζοντος. Αλλά τη μεν προγνωστική του Θεού δυνάμει, κατά τον μικρώ πρόσθεν αποδοθέντα λόγον, άπαν προϋφεστάναι το ανθρώπινον πλήρωμα λέγειν, συμμαρτυρούσης εις τούτο της προφητείας, της λεγούσης ειδέναι τα πάντα τον Θεόν πριν γενέσεως αυτών. Εν δε τη καθ’ έκαστον δημιουργία μη προτιθέναι του ετέρου το έτερον, μήτε προ του σώματος την ψυχήν, μήτε το έμπαλιν· ως αν μη στασιάζοι προς εαυτόν ο άνθρωπος τη κατά τον χρόνον διαφορά μεριζόμενος». (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης PG 44, 229 – 237).

(Μερική μετάφρασις τού παραπάνω αποσπάσματος: «Απαράδεκτες είναι και οι δύο απόψεις… δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε ούτε κατά την ελληνική πλάνη, αλλά ούτε πάλι ότι ο Θεός έπλασε με τον λόγο τον άνθρωπο ως πήλινο άγαλμα, χάριν του οποίου έγινε μετά και η ψυχή… Γιατί ένας είναι ο άνθρωπος. Και μία και κοινή είναι η αρχή της ύπαρξής του, ώστε να μην λέγεται ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε πριν από τον ίδιο τον εαυτό του»).

Πηγή: orthodoxoiorizontes.gr