Ο απόμακρος Θεός
Οι Έλληνες είναι λαός με έντονο θρησκευτικό συναίσθημα. Ήταν από αιώνες συνυφασμένη η πίστη τους με την καθημερινή τους ζωή. Ήταν ένας λαός με σπουδαίες θρησκευτικές παραδόσεις, γιορτές και ποικίλες εκδηλώσεις που είχαν έντονο το άρωμα του λιβανιού στη ζωή του.
Το Ευχολόγιο, λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας, είναι γεμάτο από Ακολουθίες, Μυστήρια, ευχές και δεήσεις, που απευθύνει ο Ιερέας προσευχητικά εξ ονόματος ολόκληρης της εκκλησιαστικής κοινότητας, της ενορίας, για κάθε περίσταση της ζωής του ανθρώπου, από την πρώτη ημέρα του ερχομού του στον κόσμο μέχρι και την έξοδό του από αυτόν. Ο εκκλησιασμός ήταν και παραμένει ένα υπέρτατο καθήκον κάθε πιστού, που γνωρίζει ότι μόνο μέσω των μυστηρίων λαμβάνει τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία εξαγιάζει τη ζωή του. Η καθημερινή ζωή στο σπίτι με την τήρηση των διατεταγμένων νηστειών, την προσευχή το πρωί και το βράδυ, καθώς και την εφαρμογή πολλών παραδόσεων που εκφράζουν το σεβασμό, την ευλάβεια και την αφοσίωση της οικογένειας στο Θεό, ήταν μια βαριά παρακαταθήκη που κληροδοτούσαν οι απερχόμενοι στους νεότερους.
Όλα αυτά ήταν δείγματα υγιούς σχέσεως και εμπιστοσύνης στο Θεό. Πάντοτε ένοιωθαν οι Έλληνες το Θεό κοντά τους. Και στις δύσκολες ώρες και στις ευχάριστες στιγμές. Πάντοτε υπήρχε το ζωντανό πρότυπο ενός Αγίου, του οποίου το βίο παρουσίαζε αφηγηματικά η γιαγιά και στο τέλος τον προέβαλε ως παράδειγμα στα μικρά της εγγόνια. Ήταν οι άνθρωποι μαθημένοι να χαίρονται τις χαρές της ζωής στον αυλόγυρο της Εκκλησιάς, να αντιμετωπίζουν τον πόνο της αρρώστιας με το αγιασμένο λάδι από το καντήλι της Παναγιάς, να δέχονται την παρηγοριά από τα χείλη του παπά, ο οποίος όχι τόσο γνωστικά, μα περισσότερο βιωματικά, μετέφερε αυτά που ο ίδιος διδάχτηκε και βίωσε.
Ήταν δηλαδή ο Θεός κοντά στον άνθρωπο. Ένιωθε ο άνθρωπος πάντα κοντά του την παρουσία του Θεού. Υπήρχε αμεσότητα ανάμεσα στο Δημιουργό και το δημιούργημα. Ο άνθρωπος μιλούσε στο Θεό και ο Θεός πρόσφερε τις ευλογίες του. Πρόφεραν τα χείλη τον ψαλμικό στίχο του Δαβίδ: «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου, Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου βοηθός μου, και ελπιώ επ΄ αυτόν, υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου» (ψαλμ.17) Και η καρδιά έπαλε από χαρά για τη βεβαιότητα της θείας παρουσίας.
Η κατάσταση αυτή, όμως, ανατράπηκε. Και συνεχώς, χρόνο με το χρόνο, ο άνθρωπος χάνει αυτή την ζεστή σχέση με το Θεό. Προσπαθεί με άλλο τρόπο, με την απόλυτη λογική, να εξηγήσει και να ερμηνεύσει φαινόμενα και καταστάσεις της ζωής του. Προσπαθεί από κάπου να αγκιστρωθεί όταν νοιώθει ότι οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν.
Δυστυχώς κατάφεραν κάποιοι επιτήδειοι να βγάλουν από τη ζωή του Έλληνα το Χριστό. Δούλεψαν γι΄ αυτό συστηματικά. Κατέστρωσαν προγράμματα και σχέδια και πέτυχαν να αποϊεροποιήσουν και να αποχρωματίσουν πνευματικά τη ζωή του.
Δεν φταίει γι΄ αυτό η ευμάρεια και ο εύκολος πλουτισμός που γνώρισαν οι Έλληνες πριν από την κρίση που βιώνουμε σήμερα. Δεν ήταν εκείνα τα φαινόμενα οι αιτίες της αποξένωσής του από το Θεό. Θα μπορούσαν τότε οι άνθρωποι να δοξάζουν το Θεό για εκείνα που είχαν, για τη ζωή που έκαναν, για όσα απολάμβαναν. Όμως τότε μια δύναμη τους ωθούσε στην αντίληψη ότι πάντοτε πρέπει να διεκδικούν και ποτέ να μην ευχαριστούν εν ευγνωμοσύνη. Είχαν πέσει στην ειδωλολατρεία και λάτρευαν την κτίση παρά τον Κτίσαντα.
Δεν φταίει όμως ούτε η παρούσα δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε. Σήμερα δυστυχώς οι άνθρωποι βλέπουν να γκρεμίζονται σαν χάρτινος πύργος όλα όσα δημιούργησαν τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα χάνεται η ελπίδα. Σήμερα θριαμβεύει η αβεβαιότητα. Και μαζί με τη στέρηση όλων των υλικών πραγμάτων οι άνθρωποι στερούνται και το Θεό. Δε βγαίνει κανείς να φωνάξει όπως ο Ιώβ: «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο». Και το χειρότερο από όλα είναι ότι ενώ οι άνθρωποι υποφέρουν, δεν καταφεύγουν στο Θεό. Απλά, από φόβο ίσως, διαβάζουν προφητείες αγίων ανθρώπων της εποχής μας. Αλλά, αντί να παίρνουν δύναμη και κουράγιο, απογοητεύονται περισσότερο. Οι προφήτες, για όσους πραγματικά τους καταλάβαιναν, δεν απογοήτευαν τους αποδέκτες τους. Τους παρηγορούσαν και τους οδηγούσαν σε μετάνοια. Ξαναέβρισκαν οι άνθρωποι το δρόμο. Εμείς, σήμερα, διαβάζουμε και ερμηνεύουμε, χωρίς να βιώνουμε. Χωρίς διόρθωση. Χωρίς επανόρθωση.
Στην εποχή μας οι καρδιές είναι βαριές. Τα πρόσωπα θλιμμένα. Οι δρόμοι αναφοράς στο Θεό στενοί. Νοιώθουν οι άνθρωποι το Θεό τιμωρό, εκδικητή. Νοιώθουν ίσως ότι ο Θεός δεν υπάρχει, δεν αντιλαμβάνεται, δεν βοηθάει. Είναι απόμακρος.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάπτωση των Ελλήνων. Η έξωση που κάναμε στο Χριστό από τη ζωή μας. Αντικαταστήσαμε το κερί και το λιβάνι με τα αρώματα του κόσμου, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με το φαγοπότι, τον πνευματικό και την εξομολόγηση με τον ψυχολόγο, τη χριστιανική γιορτή με τα γενέθλια, την αγρυπνία με το ξενύχτι, την προσευχή με το ξεφάντωμα, τις παραδόσεις με τα ξενόφερτα έθιμα.
Σκοπός δεν είναι να μετρήσουμε τις συνέπειες αυτού του φαινομένου. Επιθυμία είναι να ενθρονίσουμε τον «ξένο» Χριστό στη ζωή μας, ως τη μόνη, σίγουρη, βέβαιη και αποτελεσματική λύση για να επανέλθουμε σε υγιείς βάσεις και να προχωρήσουμε οικοδομώντας σωστά τη ζωή μας.
Ο Θεός βρίσκεται στην Εκκλησιά της γειτονιά μας, στο σκονισμένο πνευματικό βιβλίο που ξεχάστηκε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας. Ο Θεός συναντάται στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου που βλέπουμε στο δρόμο μας. Ο Θεός βρίσκεται στην εικόνα του πατέρα και της μάνας, του παππού και της γιαγιάς, που έφυγαν από τον κόσμο, αλλά ευτυχώς μας έμαθαν τον τρόπο να ζούμε Χριστιανικά Ορθόδοξα Ελληνικά. Ο Θεός, τελικά, είναι πολύ κοντά μας.
του Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Καλαϊτζή για το dogma.gr.