ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Πραξ. θ΄ 32-42)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. Καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. Ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. Ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. Ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. Ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Νεοελληνική Απόδοση:
Τις ημέρες εκείνες, ο Πέτρος, κατά την διάρκειαν περιοδείας του εις όλην την περιοχήν, κατέβηκε να επισκεφθή και τους αγίους που κατοικούσαν εις την Λύδδαν. Εκεί ευρήκε κάποιον που ονομάζετο Αινέας, ο οποίος ήτο κατάκοιτος επί οκτώ χρόνια διότι ήτο παράλυτος. Και του είπε ο Πέτρος, «Αινέα, σε θεραπεύει ο Ιησούς Χριστός, σήκω και στρώσε το κρεββάτι σου». Και αμέσως εσηκώθηκε. Και τον είδαν όλοι οι κάτοικοι της Λύδδας και του Σάρωνος, και επέστρεψαν εις τον Κύριον.
Εις την Ιόππην υπήρχε κάποια μαθήτρια που ωνομάζετο Ταβιθά, ελληνιστί Δορκάς, η οποία έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες. Συνέβη κατά τας ημέρας εκείνας να ασθενήση και να πεθάνη· αφού δε την έλουσαν, την έβαλαν εις το ανώγι. Επειδή η Λύδδα ήτο κοντά εις την Ιόππην, οι μαθηταί άκουσαν ότι ο Πέτρος είναι εκεί, και του έστειλαν δύο άνδρας με την παράκλησιν: «Μη βραδύνης να έλθης και σ’ εμάς». Ο Πέτρος εσηκώθηκε και επήγε μαζί τους. Όταν έφθασε, τον οδήγησαν εις το ανώγι και παρουσιάσθηκαν εις αυτόν όλες οι χήρες οι οποίες έκλαιαν και έδειχναν τα υποκάμισα και τα ενδύματα, που έκανε η Δορκάς όταν ήτο μαζί τους. Ο Πέτρος έβγαλε όλους έξω, εγονάτισε και προσευχήθηκε. Ύστερα εστράφη προς το σώμα και είπε, «Ταβιθά, σήκω». Αυτή άνοιξε τα μάτια της και όταν είδε τον Πέτρον, ανασηκώθηκε. Ο Πέτρος της έδωκε το χέρι και την εσήκωσε ορθήν. Ύστερα εφώναξε τους αγίους και τις χήρες και την παρουσίασε ζωντανήν. Αυτό έγινε γνωστόν εις όλη την Ιόππην και πολλοί επίστεψαν εις τον Κύριον.