Ο ασκητής που δοξολογούσε το Θεό στην Έρημο
Του Αρχιμ. Νεκτάριου Πόκκια, Ηγούμενου της Ι. Μονής Θάρρι Ρόδου
Σ’ ένα παλιό πνευματικό βιβλίο τον Ευεργετινό, εμπεριέχονται ιστορίες από την ζωή των ασκητών της Αιγύπτου και των πατέρων του Αγίου Όρους. Διαβάζοντας τέτοιες διηγήσεις, κάθε χριστιανός ανακαλύπτει, εάν βέβαια έχει αγαθή προδιάθεση, τον κρυφό ή φανερό του εαυτό, ενώ μαθαίνει τρόπους για να αντιμετωπίζει τους κινδύνους στον πνευματικό του αγώνα που είναι πάμπολλοι και ύπουλοι. Ίσως να φαίνονται εκ πρώτης όψεως τέτοιες πνευματικές ιστορίες φανταστικές, μη βιαστούμε όμως να τις απορρίψουμε ή να τις αμφισβητήσουμε. Εδώ ισχύει το «όπου βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις».
Σε μία σκήτη του Αγίου Όρους, λοιπόν, ζούσε μόνος του κάποιος μοναχός με το όνομα Χερουβείμ. Ασκητής μεγάλος με υποδειγματική εγκράτεια, αδιάλειπτη προσευχή και ακτημοσύνη, πέρασε ένα πολύ δύσκολο χειμώνα, καθώς είχε αποκλειστεί από τα χιόνια και παρέμεινε νηστικός για περισσότερη από μία εβδομάδα. Ένα βραδάκι, ήσυχος και ατάραχος καθώς προσευχόταν, άκουσε χτυπήματα στην πόρτα της καλύβας του. Μόλις άνοιξε είδε έναν άνθρωπο να έχει φορτωμένο το μουλάρι του με τρόφιμα. Ρώτησε εάν είναι μακριά το ησυχαστήριο του «Αγίου Πέτρου» και αν προλαβαίνει να πάει εκεί πριν νυχτώσει και να επιστρέψει πάλι. Ο Γέροντας Χερουβείμ του είπε ότι είναι μακριά, δεν προλαβαίνει και είναι επικίνδυνα, επειδή έξω χιονίζει ασταμάτητα. Τον συμβούλεψε λοιπόν να μείνει εκεί για το βράδυ και να ξεκινήσει πρωί πρωί για το ησυχαστήριο. Τότε ο άγνωστος άνθρωπος είπε στο Γέροντα Χερουβείμ: «Έχω φέρει κάποια τρόφιμα και θέλω να τα πουλήσω. Εάν θέλεις κράτησε τα εσύ και δώσε μου κάτι ως ευλογία για να τα ξεφορτώσω και να φύγω». Ο μοναχός λυπήθηκε, επειδή δεν μπορούσε ο ξένος αυτός να τα πάρει στον προορισμό τους, αλλά σκέφτηκε να τα αφήσει σε μια γωνιά και να πάει να του φέρει τα χρήματα για να τον πληρώσει. Στο μεταξύ, ο άνθρωπος αυτός ξεφόρτωσε τα τρόφιμα εκεί που του είπε ο Γέροντας και έγινε άφαντος. Όταν επέστρεψε με τα χρήματα ο Γέροντας Χερουβείμ, είδε τα πράγματα στη γωνιά αλλά τον ξένο άνθρωπο άφαντο. Βγήκε έξω για να κοιτάξει προσεκτικά στο χιόνι αλλά δεν βρήκε κανένα. Μάλιστα, παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν ίχνη του μουλαριού ούτε πατημασιές απ’ αυτόν. Δεν άργησε να καταλάβει ο εγκρατής αυτός μοναχός ότι η Παναγία έκανε το θαύμα της. Πήρε τα τρόφιμα τα τακτοποίησε στο κελάρι και έπεσε στα γόνατα για να ευχαριστήσει τον Θεό για την τόσο ζωντανή παρουσία Του. Το θαυμαστό είναι ότι με τα τρόφιμα αυτά πέρασε ολόκληρο τον χειμώνα. Μ’ αυτό τον τρόπο φροντίζει η πρόνοια του Θεού κάθε άνθρωπο που Τον εμπιστεύεται και Τον πιστεύει αληθινά.
Και το σημαντικότερο: ο πατήρ Χερουβείμ, κάθε φορά που γευόταν αυτές τις «ευλογίες» που του έφερε ο άγνωστος μοναχός, που προφανώς ήταν άγγελος Κυρίου, δε σταματούσε να δοξολογεί, να υμνεί, να ευχαριστεί το Θεό, που τον αξίωσε να τύχει μιας τέτοιας ουράνιας δωρεάς και τιμής, μιας τέτοιου είδους θείας «επισκέψεως», εκεί, στα χιονισμένα καλντερίμια της Ερήμου του Άθωνα!
Και όχι μόνο δοξολογούσε το Θεό, αλλά καθημερινά ντρεπόταν που αυτός γευόταν αυτές τις ευλογίες του Ουρανού, ενώ, την ίδια ώρα, άλλοι ασκητές, αναχωρητές αλλά και λαϊκοί άνθρωποι στον κόσμο, με τόσες δυσκολίες και προβλήματα, δε μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα στην καθημερινότητά τους!
Σήμερα η εποχή μας λογικοκρατείται. Είναι τόσο ασφυκτικά τα πράγματα με την κοσμική λογική που δεν αφήνεται χώρος για να δράσει η χάρις του Θεού και να συντελεστεί το θαύμα. Όλα και όλοι περνούν μέσα από το μικροσκόπιο της αμφισβήτησης και της εξήγησης μόνο με τα γήινα μάτια του σώματος. Εάν όμως διευρυνθούν οι ορίζοντες της ψυχής, τότε κάθε άνθρωπος μπορεί να δει και με τα μάτια της ψυχής και έτσι εξηγείται οτιδήποτε φαίνεται παράλογο ή υπέρλογο. Άλλωστε, ο χώρος του μυστηρίου μπορεί να είναι μυστικός δρα όμως με μία μοναδική ευεργετική δύναμη.
Αλήθεια πότε και εμείς θα αφεθούμε απλόχερα στην χάρη του Θεού; Πότε θα καταλάβουμε ότι ο Θεός προνοεί για όλους, μας αγαπάει όλους και θέλει όλοι να σωθούμε; Ας ξεφύγουμε λίγο από την προσωπική καθημερινή μιζέρια της αμφισβήτησης, της άρνησης και της άκαιρης προκατάληψης και ας οδηγηθούμε με διάθεση θυσιαστικής καρδιάς στον όμορφο μυστικό κόσμο της αγάπης του Θεού, που είναι διαρκής, αδιάψευστη και αψεγάδιαστη.