Ο Χρυσόστομος και ο Βενιζέλος
Ο Χρυσόστομος, όταν την Άνοιξη του 1922 κινδύνευε το “όνειρο” να διαλυθεί, απηύθυνε δραματικές εκκλήσεις στους Αρχηγούς των Συμμάχων και προσωπική επιστολή προς τον Πάπα Πίον τον ΙΑ´. Ήταν η πρώτη φορά από την Άλωση της Πόλης που Έλληνας Αρχιερέας επικοινωνούσε με τον αρχηγό της Δυτικής Εκκλησίας ζητώντας τη συμπαράστασή του. Όμως ο Πάπας κώφευσε στην έκκληση του Χρυσοστόμου, καθώς και όλοι οι αρχηγοί των Συμμάχων.
Η υπακοή του Μεγάλου Ιεράρχη Χρυσοστόμου στον Θεό δεν σήμαινε μοιρολατρική αναμονή.
Τον Αύγουστο του 1922, και ενώ η Καταστροφή ήταν προ των Πυλών, έγραψε επιστολή προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο ζητώντας του να αναθέσει τη διακυβέρνηση της χώρας στον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος είχε χάσει στις εκλογές του 1920, και τη διοίκηση του στρατού στους εκδιωχθέντες αξιωματικούς του Βενιζέλου, οι οποίοι είχαν πείρα και γνώριζαν πώς ανασυντάσσεται κατεστραμμένος στρατός.
Επίσης ο Χρυσόστομος, τον ίδιο μήνα, έστειλε επιστολή επείγουσα στον Ελ. Βενιζέλο, που τότε ήταν στο Παρίσι. Στην επιστολή αυτή γράφει στον Βενιζέλο ότι για την επερχόμενη Καταστροφή ευθύνονται ασφαλώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά ότι και αυτός ευθύνεται για δύο λόγους: 1) Διότι απέστειλε ως Ύπατο Αρμοστή τον Αρ. Στεργιάδη τον παράφρονα, εγωιστή, τον «καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου» και 2) Διότι πριν αποπερατώσει το έργο του είχε την «ατυχή και ένοχον έμπνευσιν» να διατάξει εκλογές κατά τις παραμονές της εισόδου του στην Κωνσταντινούπολη για να την καταλάβει με τον Ελληνικό Στρατό, σύμφωνα με τους όρους «της δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών».
Είναι αλήθεια ότι στη Συνθήκη των Σεβρών υπήρχε το άρθρο 72, που έλεγε ότι «Η Ελληνική Κυβέρνησις [στα χέρια του Βενιζέλου] δύναται να επιβραδύνη τας εκλογάς κατά τον αναγκαιούντα χρόνον, δια την επάνοδον των κατοίκων, οίτινες έχουσι τυχόν εκδιωχθή υπό των Οθωμανικών Αρχών, ουχί όμως και πέραν έτους ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης». Δηλαδή οι εκλογές έγιναν τον Νοέμβριο του 1920, ενώ μπορούσαν να γίνουν το θέρος του 1921. Ο στόχος του παρόντος μελετήματος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε και να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Βενιζέλος είχε επισπεύσει τις εκλογές, που νόμιζε ότι θα τις κέρδιζε.
Χρυσόστομος – Στεργιάδης: Δύο τελείως διαφορετικοί ελληνικοί κόσμοι. Επί αιώνες οι Έλληνες της Σμύρνης ζούσαν και ξεπερνούσαν απίστευτες φυλετικές, πολιτικές και κοινωνικές δοκιμασίες έχοντας ως βάση την αγάπη, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά της Χριστιανικής Αλήθειας, σε συνδυασμό με τη δύναμη και την αυτοεκτίμηση που τους εξασφάλιζε η προαιώνια Ελληνική Παιδεία.
Η από τον 1ο μ.Χ. αι. ευλογημένη σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού όπλισε τους Έλληνες της Μ. Ασίας με την ανίκητη πνευματική και ψυχική δύναμη που τους χάρισε ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός τους. Ο πολιτισμός που ενώνει τους δυνατούς με τους αδύνατους, τους αφέντες με τους δούλους, τους κυρίαρχους με τους υπόδουλους. Στο πέρασμα των αιώνων η Σμύρνη έπεφτε, αλλά ξαναγεννιόταν από τις στάχτες της και προχωρούσε προς την πρόοδο και την εξέλιξη, με οδοδείκτη τον Ένα και μοναδικό Θεό.
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος συγκεφαλαίωσε τον 20ό αι. στο πρόσωπό του όλη αυτή την ιστορική αλήθεια, η οποία του επέβαλε να παραμείνει ως το τέλος ηρωικά κοντά στο Ποίμνιό του, αντιμετωπίζοντας γενναία τον αναμενόμενο και μοιραίο γι᾽ Αυτόν Σταυρό του Μαρτυρίου.
Αντίθετα ο Αριστείδης Στεργιάδης έφθασε στη Σμύρνη ξεκινώντας από μία Χώρα, με σοβαρό πολιτικό διχασμό, σύμφωνα με τον οποίο αντιμάχονταν προσωπικές φιλοδοξίες, οι οποίες παραμέριζαν συχνά τα ουσιαστικά και σοβαρά προβλήματα, που αντιμετώπιζε τότε ο Ελληνισμός στο σύνολό του. Ο ιδιόρρυθμος οπωσδήποτε χαρακτήρας του Ύπατου Αρμοστή τον καθιστούσε “ξένο” προς την πόλη, την οποία είχε αναλάβει να διοικήσει κάτω από δυσχερέστατες συνθήκες, εξαιτίας των συχνών στρατιωτικών δράσεων των Τούρκων. Ο Ελληνικός Στρατός ήταν η δύναμη του Στεργιάδη. Όμως ο στρατός αυτός, που είχε επιστρατευθεί και συρθεί στο μέτωπο της Μακεδονίας κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (1917-1918), όπου για “λόγους ασφαλείας” είχε διαμοιραστεί στις συμμαχικές δυνάμεις, δεν αποτελούσε ένα αξιόπιστο στοιχείο δύναμης, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί μία επιθετική κατακτητική αποστολή. Επιπλέον αυτή η κατάσταση είχε προκαλέσει τριγμούς στην κοινωνική συνοχή της Ελλάδας προκαλώντας εξεγέρσεις και κινήματα.
Σύμφωνα με τους σημερινούς εμπειρογνώμονες τα ίχνη του 1922 ήταν απόλυτα ορατά από τό 1918 και μάλιστα έχοντας ο στρατός μας να αντιμετωπίσει τους μαινόμενους εθνικιστές του Κεμάλ.
Όταν η καταστροφή της Σμύρνης είχε φθάσει προ των Πυλών της, ο Στεργιάδης εκφράστηκε με ηττοπάθεια που ασφαλώς δεν τιμούσε τον κρατικό εκπρόσωπο του Ελληνικού Κράτους: «…Να φύγωμεν το ταχύτερον. Πάντως να φύγωμεν εκτάκτως», έλεγε.
Έτσι ο Ύπατος Αρμοστής διασώθηκε, μία μέρα πριν μπουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη (26-8-1922), επιβιβαζόμενος σε αγγλικό πλοίο και έχοντας μαζί του αρκετά από τα πράγματά του. Ο Στεργιάδης πήγε στη Ρουμανία και από εκεί στη Γαλλία, όπου έμεινε έως το τέλος της ζωής του.
Η θετική ή αρνητική κριτική επί του τρόπου διοικήσεως της Σμύρνης εκ μέρους του Στεργιάδη είναι στην ουσία άσκοπη, αφού η κατοχή της Σμύρνης από τους Έλληνες στεκόταν σε “ξύλινα πόδια”, ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση του Βενιζέλου το 1920 από την άμεση ευθύνη αυτής της “Κατοχής”.
Οι Λόγιοι Σμυρναίοι Δημοσιογράφοι είχαν, από το β´ ήμισυ του 19ου αι., επισημάνει ότι η Μεγάλη Ιδέα ήταν αδύνατον να κερδηθεί στρατιωτικά. Για τούτο είχαν προσπαθήσει, με τα ακαταμάχητα συγγράμματά τους, να φανερώσουν την πραγματική ιστορική αλήθεια, που ποτέ δεν παραδέχθηκαν οι Τούρκοι, ότι τα χώματα της Μ. Ασίας είχαν επί αιώνες εξαγιασθεί με τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό. Οι Λόγιοι αυτοί επέμεναν στην δια της Αλήθειας κατίσχυση του Ελληνισμού, σεβόμενοι όλα τα σύνοικα Έθνη.
Ο Αρ. Στεργιάδης δείχθηκε απέναντι στον γενναίο Μητροπολίτη Χρυσόστομο αμείλικτος, βάναυσος, σκαιός…
Ο Χρυσόστομος, όταν την Άνοιξη του 1922 κινδύνευε το “όνειρο” να διαλυθεί, απηύθυνε δραματικές εκκλήσεις στους Αρχηγούς των Συμμάχων και προσωπική επιστολή προς τον Πάπα Πίον τον ΙΑ´. Ήταν η πρώτη φορά από την Άλωση της Πόλης που Έλληνας Αρχιερέας επικοινωνούσε με τον αρχηγό της Δυτικής Εκκλησίας ζητώντας τη συμπαράστασή του. Όμως ο Πάπας κώφευσε στην έκκληση του Χρυσοστόμου, καθώς και όλοι οι αρχηγοί των Συμμάχων. Ο Χρυσόστομος οργάνωσε τότε την “Μικρασιατική Άμυνα”. Όμως η προσπάθειά του αυτή δεν βρήκε απήχηση στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Όταν κατέρρευσε το Ελληνικό Μέτωπο (Αύγουστο του 1922), ο Χρυσόστομος έστειλε προσωπική επιστολή στον Πατριάρχη να συσκεφθεί με τα Ανώτατα Κοινοτικά Σώματα της Κων/Πόλεως και τον Σολομωνίδη, ο οποίος θα του εξέθετε την κρισιμότητα της καταστάσεως. «Εν Σμύρνη τη 23η Αυγούστου 1922, ο ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός, ο Σμύρνης Χρυσόστομος».
Το Σάββατο 27 Αυγούστου ο Τούρκος διοικητής Νουρεντίν κάλεσε τον Χρυσόστομο στο γραφείο του. Έβγαλε από το συρτάρι του ένα μεγάλο φάκελο και έδειξε στον Μητροπολίτη τους λόγους που είχε εκφωνήσει κατά διαστήματα υπέρ της Ελλάδας και του Ελληνικού στρατού. «Είναι δικοί σου αυτοί οι Λόγοι;». «Ναί!», του απάντησε ο Δεσπότης. Σε λίγο ο Ιεράρχης λειτούργησε για τελευταία φορά στην Αγία Φωτεινή. Μετά τη λειτουργία ανέβηκε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, όπου οι παριστάμενοι προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει. Ο Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών τον εξόρκιζε να φύγει μαζί του με θέση εξασφαλισμένη σε πλοίο. Ο Χρυσόστομος απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού Κλήρου, αλλά και του καλού Ποιμένος, είναι να παραμένει με το Ποίμνιό του».